Τo 1926, μέσα στον χώρο της ΔΕΘ, o Χρίστος Τσιγγιρίδης στήνει τον πομπό του.
Τον λειτουργεί μόνον κατά την διάρκεια της ΔΕΘ τον Σεπτέμβριο. Ο Πρώτος Ραδιοφωνικός Σταθμός της Ελλάδας, των Βαλκανίων και της Νοτιοανατολικής Ευρώπης είναι πλέον γεγονός. Ο σταθμός του είχε πομπό ισχύος αρχικά 400W και στη συνέχεια 4,5 KW (κιλοβάτ) και εξέπεμπε σε συχνότητα μεσαίων κυμάτων (218,5 kHz), με κεραία ύψους 45 μέτρων. (Κεσσίσογλου, 1962, σελ. 20).
Ο Χρίστος Τσιγγιρίδης αρχικά πουλάει μεγάφωνα και ενισχυτές στην πρώτη Διεθνή Έκθεση ως αντιπρόσωπος της Γερμανικής εταιρίας SIEMENS-HALSKE.
Ας σημειωθεί ότι το αντικείμενο ήταν άγνωστο τότε στην Ελλάδα. Οι μεγαφωνικές του εγκαταστάσεις και ειδικά τα μεγάφωνά του είχαν χαρακτηρισθεί ως "κλαπατσίμπαλα" και προκαλούσαν δέος και θαυμασμό. Πόσο μάλλον ο ένας και μοναδικός ραδιοφωνικός δέκτης που στήθηκε απ΄ αυτόν στην πλατεία της Έκθεσης.
Τα μεγάφωνά του διαφήμιζαν τους εκθέτες και έπαιζαν μουσική. Ο όρος μεγάφωνο ήταν τότε αδόκιμος. Έτσι, μετάφρασε τον Αγγλικό όρο Loudspeaker στην κυριολεξία, που είναι " ΜΕΓΑΣ ΛΕΚΤΗΣ "
Ξεκινάει τη λειτουργία του την 25η Μαρτίου του 1926, οπότε και είχε μόνο δύο ακροατές. Ο ένας ήταν στην περιοχή της πλατείας Ιπποδρομίου και ο άλλος σε ένα αγγλικό καράβι στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης. Ας μη ξεχνούμε ότι ένας ραδιοφωνικός δέκτης την εποχή εκείνη κόστιζε όσο μια μικρή περιουσία, όμως πολύ σύντομα οι δέκτες χιλιαπλασιάστηκαν.
Ο Τσιγγιρίδης μπροστά στα μηχανήματά του. |
Ο Τσιγγιρίδης λειτουργούσε τον πομπό του με προσωπικές θυσίες. Είχε θέσει τον εαυτό του στην υπηρεσία του οράματος. Από τον Σταθμό του Τσιγγιρίδη πέρασαν ουκ ολίγοι καλλιτέχνες. Το γραμμόφωνο μόλις είχε γίνει ηλεκτρικό, οι δίσκοι λιγοστοί κι ακόμη φτωχότερη η Ελληνική δισκογραφία. Ούτε το μαγνητόφωνο είχε έλθει στο προσκήνιο ακόμη.
Έτσι, το μουσικό πρόγραμμα αποτελούνταν από ζωντανές εκτελέσεις κομματιών από τραγουδιστές και οργανοπαίχτες, μέσα στο στούντιο καθώς και ειδήσεις, συνεντεύξεις, διαλέξεις από καθηγητές και περιστασιακά σχόλια από τον ίδιο τον Τσιγγιρίδη. Σε αυτό το πρώτο στάδιο, χρηματοδοτούσε τις λειτουργίες του σταθμού από τις δικές του οικονομίες, και χρειάστηκε να περάσουν πολλά χρόνια για να αρχίσει να έχει κέρδη από τον αυξανόμενο αριθμό των διαφημίσεων. Βασικοί συνεργάτες του Τσιγγιρίδη στη δεκαετία του '30 υπήρξαν οι: Μ. Γροσομανίδης, Νίκος Καρμίρης, Α. Στρατίδης, Τραϊανού, Κοσμάς Τσαντσάνογλου κ.α.
Η ιστορία του ραδιοφώνου
Στην Ελλάδα, όπως συνέβη και σε άλλες Ευρωπαϊκές χώρες, η ραδιοφωνία ξεκίνησε δειλά την δεκαετία του 20΄.Την εποχή που στην χώρα μας ακόμη πειραματιζόμασταν στις ΗΠΑ υπήρχαν περισσότεροι από 500 σταθμοί. Την 1η Μαρτίου 1922, όταν η Ελλάδα είχε εμπλακεί στη μικρασιατική εκστρατεία, ο Κώστας Πετρόπουλος, καθηγητής φυσικής στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας, επέδειξε ένα ολοκληρωμένο σύστημα ραδιοφωνικής λήψης στην Εταιρεία Φυσικών Επιστημών.
Ένα χρόνο αργότερα, το πρώτο πείραμα ραδιοφωνικής μετάδοσης στην Ελλάδα έγινε στον σταθμό Βοτανικού της Διεύθυνσης Ραδιοηλεκτρικής Υπηρεσίας Ναυτικού (ΔΡΥΝ) στην Αθήνα, χρησιμοποιώντας έναν πομπό 200 Βατ. Αυτά τα πρώτα πειράματα διήρκεσαν μόνο μερικές εβδομάδες και έγιναν με μηχανήματα κατασκευασμένα από τη σουηδική εταιρεία.
Swensa Radio Aktiebolaget («Ραδιοφωνία», 1956, σελ. 572).
Κατά τη διάρκεια των επόμενων δύο χρόνων, έγιναν κι άλλες πειραματικές μεταδόσεις στην Αθήνα, στη σχολή Μεγαρέως, που ήταν η πρώτη σχολή στην Ελλάδα που προσέφερε σπουδές ραδιοφώνου και ηλεκτρονικών. Αυτές οι εκπομπές γίνονταν από ερασιτέχνες που ίδρυσαν την Ένωση Ελλήνων Ερασιτεχνών Ασυρμάτου. Οι εκπομπές διαφημίστηκαν στις εφημερίδες με αποτέλεσμα διάφοροι ν’ αρχίσουν να φτιάχνουν μόνοι τους ή να αγοράζουν δέκτες για να τις ακούν ή για να «πιάνουν» ξένους σταθμούς.
Το Υπουργείο Ναυτικών, το οποίο ήταν αρμόδιο για την ραδιοφωνία μεταξύ 1921 και 1926, παραχωρούσε άδειες λήψης έναντι 500 δραχμών. Η εγκατάσταση εξωτερικής κεραίας απαγορευόταν, και επιτρεπόταν μόνο μια εσωτερική κεραία σε κάθε σπίτι. Φαίνεται ότι η κυβέρνηση ήθελε να αποθαρρύνει την εξάπλωση της ραδιοφωνίας, μέχρις ότου αποκτήσει ολοκληρωτικό έλεγχο πάνω της. Επιπλέον, στη Βόρεια Ελλάδα δεν επιτρεπόταν η κατοχή δεκτών μέχρι το 1928.
(«Ραδιοφωνία», 1956, σελ. 572).
Το 1926, στο Υπουργείο Συγκοινωνίας, αρμόδιο για τα Ταχυδρομεία, τον Τηλέγραφο και την τηλεφωνία, ιδρύθηκε ειδική Ράδιο-ηλεκτρική Υπηρεσία για να αναλάβει τον έλεγχο των ραδιοφωνικών εκπομπών. Το Υπουργείο πραγματοποίησε αργότερα περιοδικές μεταδόσεις από τον Πειραιά για το Λιμενικό Σώμα και μετέδιδε εκκλησιαστικές λειτουργίες για τους ασθενείς νοσοκομείων
(Emery, 1969, 572).
Ο πρώτος σταθμός που μετέδωσε κανονικά προγράμματα (όπως γράφαμε στο ξεκίνημα του άρθρου), ξεκίνησε στη Θεσσαλονίκη το 1926 από τον Χρήστο Τσιγγιρίδη, ο οποίος είχε ζήσει στη Γερμανία αρκετά χρόνια και είχε σπουδάσει ηλεκτρονική στο Πανεπιστήμιο της Στουτγάρδης. Γυρίζοντας στην Ελλάδα, ο Τσιγγιρίδης είχε φέρει μαζί του όλα τα αναγκαία εξαρτήματα που χρειάζονταν για να φτιάξει πομπό. Λειτούργησε τον σταθμό του από στούντιο που έχτισε στον χώρο της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης.
Το 1929 η κυβέρνηση του Ελευθέριου Βενιζέλου άρχισε να κάνει κάποιες προσπάθειες για να αναπτυχθεί η ραδιοφωνία. Ξεκίνησε τις διαδικασίες με το να ζητήσει προσφορές για την εγκατάσταση πομπού που θα εξυπηρετούσε ολόκληρη τη χώρα. Η χαμηλότερη προσφορά προήλθε από κάποιον Ηρακλή Δημητριάδη, που πρότεινε να αναλάβει την εγκατάσταση και λειτουργία πομπού Marconi ισχύος 12 KW (κιλοβάτ) και να χρεώνει κάθε ιδιοκτήτη ραδιοφωνικού δέκτη 1 δραχμή την ημέρα. Αυτή η συμφωνία κατέρρευσε αργότερα, λόγω διαφωνιών μεταξύ του Δημητριάδη και της κυβέρνησης. Μια παρόμοια συμφωνία έγινε το 1930 με τον Εμμανουήλ Μάρκογλου η οποία αργότερα ακυρώθηκε από την κυβέρνηση.
(Χατζηδούλης, 1988, Μάιος 27).
Παρ’ όλα αυτά, συνεχίστηκαν να γίνονται για μερικά ακόμα χρόνια πειραματικές μεταδόσεις από τον Όμιλο Φίλων Ασύρματου που ιδρύθηκε το 1927 (Τριανταφυλλόπουλος, 1987). Ο Όμιλος οργάνωσε σεμινάριο για την τεχνολογία του ραδιοφώνου το 1930 που περιελάμβανε και τη ραδιοφωνική εκπομπή της εναρκτήριας ομιλίας που απηύθυνε στο σεμινάριο ο υπουργός Συγκοινωνίας (Χατζηδούλης, 1988, 1η Ιουλίου). Υπήρχαν μόνο μερικοί χιλιάδες ραδιοφωνικοί δέκτες στην Ελλάδα την εποχή εκείνη, που συντονίζονταν στους παραπάνω σταθμούς και στα προγράμματα στην ελληνική γλώσσα που εκπέμπονταν από την Ιταλία. Το κόστος ενός δέκτη ήταν περίπου 8.000 δραχμές, απαγορευτικό για τον μέσο πολίτη.
(Χατζηδούλης, 1988, 23 Μαΐου).
Το 1936 η δικτατορία του Ι. Μεταξά αποφάσισε να δημιουργήσει κρατικό ραδιοφωνικό σύστημα. Για τον Μεταξά, η ίδρυση ελληνικού ραδιοφωνικού δικτύου δεν ήταν μόνο ζήτημα εθνικής υπερηφάνειας, αλλά και μέσο για την «εκπαίδευση» της ελληνικής κοινωνίας. Η έντονη συμπάθειά του για το γερμανικό «Τρίτο Ράιχ» είχε ως αποτέλεσμα σημαντική γερμανική διείσδυση στην ελληνική οικονομία. Στο πλαίσιο αυτής της διείσδυσης, το 1936 η κυβέρνηση υπέγραψε συμβόλαιο με τη γερμανική εταιρεία Telefunken για την κατασκευή ενός πομπού μεσαίων κυμάτων ισχύος 100 W (Watt, βατ) στη Θεσσαλονίκη, ενός πομπού βραχέων κυμάτων 5 kW στην Κέρκυρα, και ενός πομπού επίσης βραχέων ισχύος 20 kW στην Αθήνα. Το συμβόλαιο γρήγορα ακυρώθηκε, αλλά αντικαταστάθηκε από ένα νέο συμβόλαιο με το οποίο η Telefunken θα εγκαθιστούσε πομπό μεσαίων κυμάτων ισχύος 15 kW στα Λιόσια.
(Κεσσίσογλου, 1962, σελ. 18).
Στις 25 Μαρτίου 1938, η Ελλάδα ήταν μια από τις τελευταίες ευρωπαϊκές χώρες που απέκτησε εθνικό ραδιοφωνικό σταθμό με τον βασιλιά Γεώργιο Β΄ να τον εγκαινιάζει (εκφωνώντας μέσω του σταθμού το διάγγελμα για την εθνική γιορτή). Κανονικό πρόγραμα, με μουσική από τη συμφωνική ορχήστρα του σταθμού, χορωδία, ειδήσεις, και κλασική μουσική, άρχισε να μεταδίδεται στις 21 Μαΐου 1938.
(Χατζηδούλης, 1988, 21 Μαΐου).
Το 1938 η κυβέρνηση ίδρυσε την Υπηρεσία Ραδιοφωνικών Εκπομπών που ανέλαβε την ευθύνη λειτουργία του σταθμού, η οποία ανήκε στο υπουργείο Τύπου και Τουρισμού. Όμως ο έλεγχος γενικά των τηλεπικοινωνιών ήταν υπό την ευθύνη του υπουργείου Συγκοινωνιών.
Μερικούς μήνες αργότερα, ένα άλλο συμβόλαιο υπογράφηκε με την Telefunken για να αυξηθεί η ισχύς του εθνικού σταθμού από 15 σε 70 kW, αλλά η ιταλική επίθεση κατά της Ελλάδας ανέβαλε το σχέδιο. Κατά τη διάρκεια των πρώτων σταδίων του πολέμου, οι δύο υπάρχοντες σταθμοί (Αθηνών-Θεσσαλονίκης) μετέφεραν νέα από το μέτωπο και προσπαθούσαν να ανεβάσουν το ηθικό των στρατιωτών και του λαού.
(Κεσσίσογλου, 1962, σελ. 21).
Κατοχή
Κατά τη διάρκεια της γερμανικής Κατοχής (1941-1944), δεν υπήρξε καμιά επέκταση του δικτύου. Οι δυνάμεις κατοχής διέλυσαν το υπουργείο Τύπου και Τουρισμού και ίδρυσαν την Ανώνυμη Ελληνική Ραδιοφωνική Εταιρεία (ΑΕΡΕ) που ανέλαβε τις ραδιοφωνικές μεταδόσεις. Την ίδια περίοδο η Υπηρεσία Λογοκρισίας, με έδρα τη γερμανική πρεσβεία, επέβλεπε τις ειδικές προπαγανδιστικές εκπομπές.(«Ραδιοφωνία», 1956, σελ. 572).
Οι δυνάμεις κατοχής υποχρέωσαν επιπλέον όλους τους ιδιοκτήτες ραδιοφώνων μέσα και γύρω από την Αθήνα να δηλώσουν τις συσκευές τους. Οι συσκευές «σφραγίστηκαν» με τέτοιο τρόπο ώστε να μπορούν να πιάνουν μόνο τον εθνικό σταθμό των Αθηνών –τον οποίο οι γερμανικές δυνάμεις έλεγχαν. Αλλά ραδιοφωνικές συσκευές υπήρχαν σε όλη τη χώρα και επανειλλημένα εκδόθηκαν διαταγές να παραδωθούν τα ραδιόφωνα, επί ποινή ισόβιας φυλάκισης ή και ακόμη και θανάτου.
(Κεσσίσογλου, 1962, σελ. 22).
Ο ραδιοσταθμός Τσιγγιρίδη παρενέβαλε σκοπίμως από τις αρχές του Δευτέρου Παγκοσμίου τον προπαγανδιστικό φασιστικό ραδιοφωνικό σταθμό του Μπάρι. Από το ραδιοσταθμό Θεσσαλονίκης ενημερώθηκαν επίσης οι Θεσσαλονικείς την εισβολή των Ιταλών, καθώς το σήμα του ραδιοσταθμού Αθηνών δεν έφτανε στη Θεσσαλονίκη. Κατά τη γερμανική κατοχή ο πομπός κατασχέθηκε και ο Τσιγγιρίδης φυλακίστηκε. Οι Γερμανοί στρατιωτικοί πίστευαν ότι θα μπορούσαν να λειτουργήσουν τον πομπό μόνοι τους. όμως αυτό στάθηκε αδύνατο, έτσι την επόμενη κι όλας ημέρα τον αποφυλάκισαν για μπορέσουν να κάνουν την προπαγάνδα τους.
Στόχος των Γερμανών ήταν να απομονωθούν οι Έλληνες από τον υπόλοιπο κόσμο, αλλά πολλοί κράτησαν τα ραδιόφωνά τους κρυμμένα –μερικοί έφθασαν να τα θάψουν στην αυλή τους– και πολλοί συχνά άκουγαν την ελληνική εκπομπή του BBC «Εδώ Λονδίνο».
Οι δέκτες είχαν σφραγιστεί από τους κατακτητές κι έτσι ο Τσιγγιρίδης άκουγε το BBC στον δικό του δέκτη (τον οποίο οι Γερμανοί είχαν αφήσει ασφράγιστο για να μπορούν να αναμεταδίδουν διάφορους γερμανικούς σταθμούς) και μετέφερε τα νέα στους γύρω, όταν πήγαινε στο καφενείο. Μάλιστα μια φορά κινδύνεψε να τον πιάσουν επ΄ αυτοφώρω, όμως χάρις στην ετοιμότητά του, πρόλαβε και γύρισε το καντράν σε γερμανικό σταθμό.
Οι Γερμανοί ήθελαν να χρησιμοποιήσουν του δύο ελληνικούς ραδιοφωνικούς σταθμούς για προπαγάνδα και για να ψυχαγωγήσουν τις στρατιωτικές δυνάμεις τους. Τους ήταν πολύ εύκολο να χειριστούν τον γερμανικής κατασκευής σταθμό της Αθήνας, αλλά ο σταθμός του Τσιγγιρίδη στη Θεσσαλονίκη είχε κατασκευαστεί από τον ίδιο τον Τσιγγιρίδη και έμοιαζε «πραγματικό χάος» .
(Κεσσίσογλου, 1962, σελ. 27).
Οι Γερμανοί αναγκάστηκαν να καλέσουν τον Τσιγγιρίδη να θέσει σε λειτουργία τον σταθμό. Ο Τσιγγιρίδης σαμποτάριζε συνέχεια τις γερμανικές μεταδόσεις προσποιούμενος βλάβες στα μηχανήματα και συχνά κλείνοντας τον σταθμό επειδή, υποτίθεται, χρειαζόταν επισκευές. Οι Γερμανοί φυλάκισαν τον Τσιγγιρίδη και προσπάθησαν να δουλέψουν στον σταθμό μόνοι τους. Ανίκανοι να το πετύχουν, έφεραν ξανά πίσω τον Τσιγγιρίδη, τοποθέτησαν κι έναν από τους μηχανικούς τους μαζί του για να μάθει να χειρίζεται τον σταθμό, κι επίσης κατέγραφαν κάθε κίνησή του μέσα στο σταθμό. Γνωρίζοντάς το, ο Τσιγγιρίδης συνέχεια έκανε άσχετες συνδέσεις, και οι Γερμανοί ποτέ δεν κατάφεραν να κάνουν τον σταθμό να λειτουργήσει. Τελικά, επέτρεψαν στον Τσιγγιρίδη να διοικεί τον σταθμό αν και συνέχισε να τον κλείνει για «απαραίτητες επισκευές». Οι γερμανικές δυνάμεις τελικά κατασκεύασαν δικό τους στθαμό 20 kW στη Θεσσαλονίκη.
(Κεσσίσογλου, 1962, σελ. 25).
Αποχωρώντας από την Ελλάδα στις 12 Οκτωβρίου 1944, οι γερμανικές δυνάμεις προσπάθησαν να καταστρέψουν τον εθνικό σταθμό με ωρολογιακές βόμβες, αλλά τα σχέδιά τους ανακαλύφθηκαν από τους τεχνικούς ραδιοφώνου και την ελληνική αντίσταση, και οι βόμβες εν μέρει εξουδετερώθηκαν πριν εκραγούν. Στις 20 Οκτωβρίου, δύο μέρες μετά την επιστροφή της ελληνικής κυβέρνησης από την εξορία, ο σταθμός ξανάρχισε να εκπέμπει κανονικά.
(«Ραδιοφωνία», 1956, σελ. 572).
Οι Γερμανοί όμως προξένησαν εξαιρετικά μεγάλες ζημιές στον σταθμό του Τσιγγιρίδη, και πήραν μαζί τους τα μηχανήματα του δικού τους σταθμού. Ο σταθμός του Τσιγγιρίδη ξαναβγήκε «στον αέρα» τον Σεπτέμβριο του 1945. (Κεσσίσογλου, 1962, σελ. 26).
Μετά την απελευθέρωση
Mετά την απελευθέρωση ο πομπός αγοράσθηκε από τον Μάρκο Βαφειάδη και λειτούργησε για λίγο υπέρ αυτού, κατά τη διάρκεια του εμφυλίου. Το 1945 επιστρέφει στα χέρια του ιδιοκτήτη του και ξαναρχίζει τις εκπομπές. Για περίπου ένα χρόνο ο πομπός πήρε προσωρινή άδεια συνεχούς λειτουργίας.
Το 1947 αγοράζει τον πομπό Τσιγγιρίδη το ΕΙΡ, που είχε ξεκινήσει εκπομπές το 1938. Καταργεί τα μηχανήματά του, και εγκαθιστά στον ίδιο χώρο νέο, ισχυρότερο πομπό, με στούντιο στο Σπίτι του Στρατιώτη, δίπλα από το στρατιωτικό θέατρο, στην θέση του υπό ανέγερση δημαρχιακού μεγάρου μπροστά από το 3ο Σώμα Στρατού. Ο Τσιγγιρίδης παραμένει άεργος μετά την αναγκαστική εξαγορά των μηχανημάτων του, καθώς το κρατικό ίδρυμα αποφασίζει να μην αξιοποιήσει την τεχνογνωσία και την εμπειρία του. Τελικά πεθαίνει την ίδια χρονιά και κηδεύεται με τιμές που ποτέ δεν γνώρισε εν ζωή.
Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1940 ο εθνικός ραδιοφωνικός σταθμός Αθηνών λειτουργούσε υπό καθεστώς λογοκρισίας και εξέπεμπε κυρίως τα βράδια. Το πρόγραμμά του περιελάμβανε ειδήσεις, παιδικές εκπομπές, κλασική και σύγχρονη ελληνική και ξένη μουσική, εκκλησιαστικές λειτουργίες, καθώς και εκπαιδευτικά προγράμματα που απευθύνονταν σε γυναίκες, αγρότες και άλλες κοινωνικές ομάδες. (Κωτσάκη, 1988).
Μετά τον πόλεμο
Στο πλαίσιο της γενικότερης μεταπολεμικής ανασυγκρότησης της χώρας, η ελληνική κυβέρνηση το 1945 αποφάσισε να αναδιοργανώσει και να αναπτύξει τη ραδιοφωνία. Με τον νόμο 1755/1945 ιδρύθηκε το Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας (ΕΙΡ) που το διοικούσε συμβούλιο διορισμένο από την κυβέρνηση και υπαγόταν στο Υπουργείο Προεδρίας. Το ΕΙΡ ανέλαβε όλους τους ραδιοφωνικούς σταθμούς της ΑΕΡΕ και είχε το μονοπώλιο των ραδιοφωνικών εκπομπών στην Ελλάδα. Στην πραγματικότητα υπήρχε ένας μόνο ραδιοφωνικός σταθμός με κανονικά προγράμματα που ανήκε στο κράτος και ο σταθμός που ανήκε στον Τσιγγιρίδη. Το ΕΙΡ δοκίμασε να πιέσει τον Τσιγγιρίδη να εκπέμπει με το εθνικό σήμα, και όταν αρνήθηκε του έκλεισαν το σταθμό.
(«Ραδιοφωνικός Σταθμος», 1945).
Φαίνεται ότι η κυβέρνηση ήθελε ολοκληρωτικό έλεγχο αυτού του σημαντικού εργαλείου γιατί θα μπορούσε να παίξει ρόλο στην έκβαση του εμφύλιου πολέμου.
Το ΕΙΡ τότε προχώρησε στην δημιουργία δικού του σταθμού στη Θεσσαλονίκη, ο οποίος ολοκληρώθηκε το 1947. Ο σταθμός είχε πολύ μικρή ισχύ, και το σήμα του λαμβανόταν μόνο μέσα και γύρω από τη Θεσσαλονίκη. Έτσι, το 1947, όταν ο Τσιγγιρίδης πέθανε, το ΕΙΡ διέθετε δυο μόνο σταθμούς στην Ελλάδα, με τρία στούντιο στο Ζάππειο, φτωχά εξοπλισμένα με πεπαλαιωμένα μηχανήματα. Επειδή οι σταθμοί δεν είχαν έσοδα από διαφημίσεις, το ΕΙΡ εχρηματοδοτείτο από την εισφορά που πλήρωναν οι κάτοχοι ραδιοφώνων, που υπολογίζονται σε 40.000 περίπου.
(Unesco, 1947, σελ. 123).
Το 1948, καθώς η οικονομική κατάσταση βελτιωνόταν, ένας πομπός βραχέων κυμάτων 7,5 kW εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και έγινε εισαγωγή μηχανημάτων λήψης και ανταλλακτικών αξίας 50.000 δολλαρίων. (Κεσσίσογλου, 1962, σελ. 29).
Στα τέλη της δεκαετίας του 1940 η δημιουργία ραδιοφωνικών σταθμών άρχισε να επιταχύνεται. Σταθμοί κατασκευάστηκαν όχι μόνο από το ΕΙΡ αλλά επίσης και από ιδιωτικά συμφέροντα και από τις ένοπλες δυνάμεις. Ο σταθμός των ενόπλων δυνάμεων άρχισε σαν πειραματικός σταθμός από στρατιώτες για τη δική τους διασκέδαση κατά τη διάρκεια του εμφύλιου πολέμου.
(McDonald, 1983, σελ. 164).
Άλλοι σταθμοί των ενόπλων δυνάμεων κατασκευάστηκαν με τη βοήθεια του Αμερικανικού Πενταγώνου το 1949, όταν με τον νόμο 968/1949 ιδρύθηκε ο Κεντρικός Ραδιοφωνικός Σταθμός Ενόπλων Δυνάμεων Ελλάδος (που ονομαζόταν στην τρέχουσα «το Ενόπλων Δυνάμεων» ή απλώς «το Ενόπλων», κατ’ αναλογίαν προς «το ΕΙΡ»). Μέχρι το τέλος του 1949 λειτουργούσαν πέντε αντίστοιχοι στρατιωτικοί ραδιοφωνικοί σταθμοί, υπό τον έλεγχο της Γεωγραφικής Υπηρεσίας Στρατού.
(McDonald, 1983, σελ. 164).
Οι σταθμοί των ενόπλων δυνάμεων ιδρύθηκαν για να «διαφωτίσουν» κατοίκους της Βόρειας Ελλάδας για τους κινδύνους του κομμουνισμού κατά τη διάρκεια και αμέσως μετά τον εμφύλιο πόλεμο. Οι Ηνωμένες Πολιτείες, που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην εμφύλια αντιπαράθεση, βοήθησαν την ελληνικη κυβέρνηση κατασκευάζοντας δυο ραδιοφωνικούς σταθμούς που εξέπεμπαν προγράμματα της Φωνής της Αμερικής (VOA) μέρος της ημέρας και προγράμματα της ελληνικής κυβέρνησης το υπόλοιπο της ημέρας.
(«Νέο Ραδιόφωνο των ΗΠΑ», 1949).
Αυτοί οι σταθμοί παρέμειναν και επεκτάθηκαν ακόμη και όταν πια άμεσος (κομμουνιστικός) κίνδυνος δεν υπήρχε. Το 1951 ο νόμος 1663/1951 νομιμοποίησε τη λειτουργία των σταθμών των Ενόπλων Δυνάμεων.
Οι εκπομπές των στρατιωτικών σταθμών απευθύνονταν όχι μόνο προς τις ένοπλες δυνάμεις αλλά και προς το γενικό κοινό. Τα προγράμματά τους χρηματοδοτούνταν από στρατιωτικά κονδύλια (τον προϋπολογισμό του ΥΕΘΑ) και από διαφημιστικά έσοδα. Η ενίσχυση των δραστηριοτήτων των στρατιωτικών ραδιοσταθμών από τις Ηνωμένες Πολιτείες επεκτάθηκε περαιτέρω με τη δωρεά δεκτών σε χωριά, έτσι ώστε οι χωρικοί «να εφοδιαστούν με επιχειρήματα για να αντιμετωπίσουν τη στατιαστική προπαγάνδα των κομμουνιστών πρακτόρων και, στις περιοχές κοντά στα βόρεια σύνορα, να αντικρούσουν τις πληροφορίες που στέλνει πίσω από το Σιδηρούν Παραπέτασμα το ελεγχόμενο από τους σοβιετικούς ραδιόφωνο».
(Sadgwich, 1953).
Επειδή οι σταθμοί των ενόπλων δυνάμεων διεύρυναν τη δημοτικότητά τους, το ΕΙΡ ίδρυσε νέα υπηρεσία το 1952, το Δεύτερο Πρόγραμμα, για να μεταδίδει εκπομπές παρόμοιες μ’ αυτές των σταθμών των ενόπλων δυνάμεων. Το Δεύτερο Πρόγραμμα μετέδιδε διαφημίσεις και προγράμματα με δημοφιλή μουσική –σε αντίθεση με τον πιο σοβαρό προσανατολισμό του Πρώτου Προγράμματος, το οποίο μετέδιδε ειδήσεις, πληροφορίες, εκπαιδευτικά και καλλιτεχνικά προγράμματα, αλλά όχι διαφημίσεις. Έτσι ή αλλιώς, όλοι οι σταθμοί από το 1946 έως το 1953, είτε στρατιωτικοί είτε πολιτικοί, λειτουργούσαν υπό καθεστώς αυστηρής προληπτικής λογοκρισίας, που τον ασκούσε η κυβέρνηση βάσει του νόμου 818/1946.
(McDonald, 1983, σελ. 162).
Μετά το τέλος του εμφυλίου πολέμου, άρχισαν να εμφανίζονται ιδιωτικοί ραδιοφωνικοί σταθμοί. Ο πρώτος τέτοιος σταθμός βγήκε στον αέρα το 1950 και λειτουργούσε στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας. Αυτός ο σταθμός δεν έζησε πολύ, αλλά άλλοι ιδιωτικοί σταθμοί ιδρύθηκαν το 1952. Το ΕΙΡ δεν ενθάρρυνε τη δημιουργία τέτοιων σταθμών, αλλά και δεν προσπάθησε να τους σταματήσει, προφανώς γιατί οι περισσότεροι από αυτούς είχαν μικρή ισχύ και ήσαν μακριά από την Αθήνα. Αυτοί οι σταθμοί χρηματοδοτούνταν από διαφημίσεις.
(Κεσσίσογλου, 1962, σελ. 39).
Μετά την ψήφιση του συντάγματος του 1952, το κοινοβούλιο ψήφισε και τον νόμο 2312/1953, με τον οποίο το ΕΙΡ απόκτησε εσωτερικό κανονισμό λειτουργίας, παραχωρώντας του ξανά το μονοπώλιο των ραδιοφωνικών εκπομπών, αν και οι σταθμοί των Ενόπλων Δυνάμεων δεν επηρεάζονταν. Ενώ τα προγράμματα και η λειτουργία της ήταν κάτω από τον έλεγχο του Υπουργού Προεδρίας Κυβερνήσεως, και οι τεχνικές λειτουργίες κάτω από τον έλεγχο του Υπουργείου Μεταφορών και Επικοινωνικων, το ΕΙΡ, ως Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου, ήταν διοικητικά και οικονομικά αυτόνομο. Αυτό το μοντέλο παρέμεινε σε λειτουργία για μερικά χρόνια, και μερικά από αυτό στοιχεία παραμένουν και σήμερα.
Το άρθρο 2 του νέου νόμου έδωσε στο ΕΙΡ το δικαίωμα να διατηρήσει και να εκμεταλλευτεί όλα τα τεχνικά μέσα για εκπομπή προγραμμάτων στο εσωτερικό και εξωτερικό. Το άρθρο 3 προέβλεπε τη δημιουργία εννεαμελούς Δ.Σ. Στα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου περιλαμβάνονταν δημόσιοι υπάλληλοι και ιδιώτες που διορίζονταν από τον υπουργό Προεδρίας. Ο γενικός διευθυντής του ΕΙΡ διοριζόταν από το υπουργικό συμβούλιο με εισήγηση του υπουργού Προεδρίας. Μεταξύ του 1945 και 1965 υπήρξαν 22 γενικοί διευθυντές στο ΕΙΡ.
(McDonald, 1983, σελ. 162).
Τον Σεπτέμβριο του 1954 ιδρύθηκε το Τρίτο Πρόγραμμα του ΕΙΡ, με πρότυπο το Τρίτο πρόγραμμα του BBC, δίνοντας μεγαλύτερη έμφαση στην κλασική μουσική αλλά λειτουργώντας μόνο λίγες ώρες κάθε μέρα. Η πολιτική σταθερότητα και η οικονομική ανάκαμψη της δεκαετίας του 1950 και των αρχών της δεκαετίας του 1960, που επέτρεψε στην Ελλάδα να αναπτυχθεί οικονομικά, πολιτικά και πολιτιστικά, έδωσε επίσης τη δυνατότητα να αυξηθεί και ο αριθμός των ραδιοφωνικών σταθμών. Μέχρι το 1961 υπήρχαν πέντε ιδιωτικοί και δώδεκα σταθμοί του ΕΙΡ. υπήρχαν επίσης και δώδεκα ραδιοφωνικοί σταθμοί των ενόπλων δυνάμεων, που λειτουργούσαν κυρίως στην Βόρειο Ελλάδα. Οι σταθμοί των Ενόπλων, είχαν μικρότερη ισχύ και κάλυπταν πολύ λιγότερη έκταση απ’ ότι οι εθνικοί σταθμοί.
Ο Χρίστος Τσιγγιρίδης στο εργαστήριο του Πολυτεχνείου, τέταρτος από αριστερά. |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου