Η λέξη «μαλλιαρός» σημαίνει εκείνον που έχει μαλλιά, που είναι τριχωτός σ’ όλο του το σώμα, το δασόμαλλο. Μα αυτό το επίθετο, από ένα τυχαίο περιστατικό πήρε και μια δεύτερη σημασία.
Το 1898 ο δημοσιογράφος και λογοτέχνης Ιωάννης Κονδυλάκης είδε να περνούν δύο αδελφοί ποιητές που συνεργάζονταν στο περιοδικό «Τέχνη» και που κατά το συνήθειο τότε των ποιητών είχαν μακριά μαλλιά που σκέπαζαν τον τράχηλό τους. «Δέστε», είπε στους φίλους που κάθονταν δίπλα του, «περνά η μαλλιαρή φιλολογία!».
Ο αστείος αυτός χαρακτηρισμός άρεσε πολύ στους δημοτικιστές συνεργάτες του περιοδικού, που οι ίδιοι καλούσαν πια έτσι τους εαυτούς τους και το είχαν και καύχημα: «Μάλιστα, κύριε, είμαι μαλλιαρός και όχι καθαρευουσιάνος». Γιατί μαλλιαρός σήμαινε τότε, κατά τη γνώμη τους, προοδευτικός και νεωτεριστής. Ιδιαίτερα, όμως, μαλλιαρούς ονόμαζαν αυτούς που χρησιμοποιούσαν τη δημοτική γλώσσα στα λογοτεχνικά τους έργα.
Που να ‘ξερε, λοιπόν, ο καημένος ο Κονδυλάκης τι σημασία θα ‘παιρνε το καλόκαρδο και έξυπνο αστείο του. Κι ακόμα ούτε το φανταζόταν τότε πως και ο ίδιος θα γινόταν στα τελευταία χρόνια του «μαλλιαρός» και θα ‘γραφε στη δημοτική γλώσσα την «Πρώτη Αγάπη».
ΠΗΓΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου