Με αφορμή τη συμπλήρωση 15 χρόνων από την κυκλοφορία του, αλλά και την έκδοση μιας νέας, remastered βερσιόν του, κάνουμε ένα οδοιπορικό στη γέννηση του Βραχνού Προφήτη. Αξιοποιώντας μαρτυρίες συμμετεχόντων μουσικών και ρίχνοντας μια νέα ματιά στη σημασία του, μέσα από τις γνώμες ανθρώπων της δισκοκριτικής...
Στο μεταίχμιο δύο αιώνων και δύο κόσμων
Στα τέλη του 20ού αιώνα, ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου βρισκόταν σε σταυροδρόμι. Πίσω του είχε έναν δίσκο (Λάφυρα, 1998) στον οποίον είχε επιχειρήσει μια ηχητική ανανέωση, συνεργαζόμενος με το συγκρότημα Ashkhabad από το Τουρκμενιστάν. Η σύμπραξη ήταν επιτυχημένη, αλλά το γενικό κλίμα των προηγούμενων δίσκων του δεν ανατρεπόταν. Κάπου εκεί ήταν όμως που του χτύπησε την πόρτα μια ομάδα αρκετά διαφορετικών τραγουδιών.
«Απ' ό,τι θυμάμαι, ήταν κομμάτια που είχαν ξεπηδήσει, πάνω-κάτω, την ίδια εποχή, από το 1998 μέχρι το 2000», μου λέει ο Παπακωνσταντίνου, από το σπίτι του στο Μεταξοχώρι Αγιάς. «Για τα Λάφυρα είχα επιλέξει κομμάτια από διάφορες περιόδους, τα οποία πίστευα ότι ήταν πιο κοντά στην αισθητική των Ashkhabad, αλλά και πιο κατάλληλα για τη φωνή και το ταμπεραμέντο της Μελίνας (Κανά). Στον Βραχνό Προφήτη ήταν πιο συμπαγές και πιο προσωπικό το υλικό».
Πράγματι, τα νέα τραγούδια είχαν συχνά περισσότερο εσωστρεφείς μελωδίες, και στίχους που, ενώ και πάλι χρησιμοποιούσαν την εικονογραφία της υπαίθρου –την οποία τόσο αγαπά ο τραγουδοποιός– τώρα το έκαναν για να αγγίξουν «βαριά» θέματα (όπως ο θάνατος), με τρόπο πιο ευθύ. Σημαντικό κομμάτι του στιχουργικού παζλ αποτέλεσαν και δύο ποιήματα (“Ήμερος Ύπνος” και “Α. Μάνθος”) ενός Μακεδόνα ποιητή. «Όταν έπεσε στα χέρια μου το βιβλίο ποίησης Με Των Αλόγων Τα Φαντάσματα του Χρήστου Μπράβου, ένοιωσα ένταση και οικειότητα. Εικόνες που είχα βιώσει σαν παιδί ή είχα πλάσει, ακούγοντας διηγήσεις συγγενών μου. Όταν έψαξα να μάθω γι’ αυτόν, κατάλαβα γιατί. Έχουμε καταγωγή από κοντινές περιοχές, άρα κοινές μνήμες. Επέλεξα ποιήματα με δυνατές εικόνες, γιατί αυτό μ’ αρέσει περισσότερο από οτιδήποτε στην τέχνη: η καθαρή απεικόνιση της σκέψης».
Η διαφορετικότητα του υλικού ζητούσε και μια διαφορετική αντιμετώπιση. Τον ρωτάω αν οι ενορχηστρωτικοί δρόμοι που επιλέγει έχουν να κάνουν με τα εκάστοτε ακούσματά του. «Το προς τα πού θα κατευθύνω την ενοργάνωση ενός δίσκου δεν οφείλεται στις ακροάσεις εκείνης της περιόδου», μού απαντάει. «Το ίδιο το υλικό ζητάει τα ρούχα που θέλει να φορέσει. Για κάποιο διάστημα επικεντρώνομαι σ’ αυτό, δηλαδή κάνω μια βασική ενοργάνωση, που θα μπορούσε να καλύψει το μεγαλύτερο μέρος του υλικού. Ύστερα, προσπαθώ να σκεφτώ τους πιο κατάλληλους χειριστές των μουσικών οργάνων του πυρήνα που έχω σχεδιάσει, καθώς και ποιος από αυτούς θα μπορούσε να είναι ο προεξάρχων, ο οποίος θα δώσει –όπου δεν υπάρχουν– τις ενορχηστρωτικές κατευθύνσεις».
Ο Μπάμπης και η Kora
Ο Παπακωνσταντίνου αποφάσισε –μάλλον ασυναίσθητα, όπως λέει– προεξάρχων να είναι ο Μπάμπης Παπαδόπουλος, μέλος τότε του ροκ συγκροτήματος Τρύπες. «Ο Μπάμπης είναι από τους πιο σημαντικούς κιθαρίστες της εποχής μας», μου εξηγεί. «Ευρηματικός και λιτός ταυτόχρονα. Αυτή η λιτότητα, που καθορίζει και το υλικό του δίσκου, ήταν που με οδήγησε να του προτείνω να αναλάβει το ρόλο του προεξάρχοντα στις ενορχηστρώσεις».
Ο Παπαδόπουλος, όμως, δεν ήταν ο μοναδικός ενορχηστρωτής, αφού ο Παπακωνσταντίνου θέλησε να βάλει στο παιχνίδι και μια νεαρή Αρμένισσα μουσικό. «Γνώρισα την Kora Michaelian όταν ήρθε στο γραφείο μου στη Lyra, γύρω στο 1999 με το συγκρότημά της, τους Nor Dar», μου λέει η Ντόρα Ρίζου, παραγωγός τότε της δισκογραφικής εταιρείας. «Κυκλοφορήσαμε σχεδόν αμέσως τον δίσκο τους, ο οποίος περιείχε τραγούδια από την Αρμενία, ενορχηστρωμένα από την Kora». Η Ρίζου σύστησε τον ήχο των Nor Dar στον Παπακωνσταντίνου και του πρότεινε να χρησιμοποιήσει τη Michaelian ως ενορχηστρώτρια του νέου του άλμπουμ. Εκείνος κατάλαβε ότι η σπουδαγμένη στη Σοβιετική Ένωση Michaelian ήταν ταλαντούχα δημιουργός, και της ανέθεσε την ενορχήστρωση τριών συνθέσεων (μία εκ των οποίων παραμένει ακυκλοφόρητη).
Πριν όμως ξεκινήσουν οι ηχογραφήσεις, χρειαζόταν αρκετή προεργασία από τον Παπακωνσταντίνου και τον Παπαδόπουλο. «Για αρκετό διάστημα κάναμε πρόβες οι δυο μας, ανιχνεύοντας έναν κοινό τόπο, που θα μας οδηγούσε σε ένα ενδιαφέρον αποτέλεσμα. Γιατί υπήρχε ο κίνδυνος, αν δεν είχαμε τον νου μας, το αποτέλεσμα να γλιστρούσε ακόμα και στη γραφικότητα. Αλλά –όπως αποδείχτηκε– είχαμε το νου μας».
Φαινομενική νηνεμία, εσωτερική τρικυμία και μερικοί μουσαφίρηδες
Οι ηχογραφήσεις για τον Βραχνό Προφήτη ξεκίνησαν στις αρχές του 2000. «Ο Θανάσης είχε κλείσει δύο στούντιο», εξηγεί ο μουσικός, συνθέτης και παραγωγός Κώστας Παρίσης, καθισμένος στον καναπέ του στούντιο Praxis στη Νέα Σμύρνη, του οποίου είναι ιδιοκτήτης. «Το ένα ήταν εδώ, όπου έγραφε η Kora με την ομάδα της, και το άλλο ήταν το Magnanimus στη Θεσσαλονίκη, όπου έγραφε ο Μπάμπης με τη δική του ομάδα. Και τον Θανάση τον είχαν φάει οι δρόμοι, γιατί έμενε στη Λάρισα και πότε κατέβαινε εδώ, πότε ανέβαινε Θεσσαλονίκη, για τις ανάγκες της δουλειάς».
Ο Παρίσης θυμάται ότι τα πράγματα κυλούσαν αρκετά ήρεμα στο στούντιο. «Ο Θανάσης είναι ένας ήπιος άνθρωπος και όταν ο ιθύνων νους δεν δημιουργεί εντάσεις, αυτό περνάει και στους υπόλοιπους. Είχε, βέβαια, κάποιες αναστολές, σχετικά με την κλασικίζουσα ενορχηστρωτική οδό που ακολουθούσε η Kora. Όχι επειδή δεν του άρεσε, αλλά επειδή γνώριζε τι γινόταν στην «άλλη πλευρά», που ήταν πιο «αλητήρια», πιο ροκ· και ανησυχούσε για το πώς θα συγκεραστούν. Όμως αυτό μόνο εκείνος το ήξερε, εμείς δεν είχαμε ακούσει κάτι από όσα γίνονταν στη Θεσσαλονίκη».
Περί νηνεμίας του τραγουδοποιού κάνει λόγο και ο Αλέξης Μπουλγουρτζής, μουσικός από την ομάδα της Θεσσαλονίκης, ο οποίος έπαιξε κρουστά. «Αυτό που θυμάμαι είναι η ένταση η οποία υπήρχε με αυτόν τον καινούργιο ήχο που έβγαινε από την ηχογράφηση. Ο μόνος που ήταν ήρεμος ήταν ο Θανάσης, επειδή εκείνος ήξερε τι ακριβώς έπρεπε να παίξουμε». Ενώ ο Βαγγέλης Ζωγράφος (μπάσο στο “Α. Μάνθος”) λέει ότι «ο Θανάσης ήταν ευγενέστατος και ντροπαλός, και αυτοσαρκαστικός συνάμα».
Υπήρξαν όμως και κάποιοι προσκεκλημένοι ερμηνευτές στον δίσκο. «Ο Γιάννης Αγγελάκας έχει την προσωπικότητα και το υπόβαθρο να αποδώσει, με ένταση και χωρίς πολλά-πολλά, τα σπαράγματα και τους υπαινιγμούς ενός άλλου», λέει ο τραγουδοποιός, εξηγώντας την επιλογή του μπροστάρη των Τρύπες, για τον οποίο λέει επίσης ότι συνέδραμε πολύ, μαζί με τους ηχολήπτες Τίτο Καργιωτάκη και Χρήστο Χαρμπίλα, στο ισορροπημένο τελικό αποτέλεσμα. Όσο για τη Λιζέτα Καλημέρη, «επιλέχθηκε γιατί η φωνή της συνδυάζει εκφραστικότητα αλλά και τσαμπουκά».
Τραγική ειρωνεία και ανεξήγητες συμπτώσεις
Οι ηχογραφήσεις, όμως, έκρυβαν και αρκετές υπερβατικές στιγμές –όπως την ημέρα που ο Γιώργος Δεληγιάννης κλήθηκε να παίξει γκάϊντα στο “Άτμαν”. «Ήταν μυστήρια εκείνη η Δευτέρα» μου διηγείται ο ίδιος, ενώ ο Παπακωνσταντίνου συμπληρώνει: «Ήρθε στο στούντιο φορτισμένος από διάφορα. Όταν είπα στους ηχολήπτες ότι θα γράψουμε γκάϊντα στο συγκεκριμένο κομμάτι, σχεδόν δυσανασχέτησαν, υποθέτω για την οξύτητα του οργάνου και τη δυσκολία στο να κουρδίσει». Ο Δεληγιάννης, όμως, ανακάλυψε ότι η γκαϊντανίτσα που είχε μείνει άπαιχτη από την ηχογράφηση του “Μιλώ Για Σένα”, 2 χρόνια πριν, ήταν ακριβώς στην τονικότητα που χρειαζόταν. Και συνεχίζει: «Ο Τίτος Καργιωτάκης μου δίνει τα ακουστικά και μου φτιάχνει έναν ήχο ουράνιο. Μετά τον δεύτερο στίχο πρέπει να μπω για αυτοσχεδιασμό. Πού όμως; Τους κοιτάζω απέναντι, περιμένω νόημα αλλά τίποτα, μάλλον επειδή ήταν δοκιμή ξεχαστήκανε. Καλά λέω, μπαίνω μόνος μου. Και εκεί ήταν το σωστό. Τα είχα μαζεμένα εσωτερικά και τα έλεγα με τη γκάιντα. Βλέποντας χαμόγελα και να σκουντάνε ένας τον άλλον συνέχιζα, αλλά αυτό δεν τελείωνε. Καλά λέω, έχω να πω κι άλλα. Και έρχεται κι άλλο loop. Συνεχίζω, ώσπου κάποια στιγμή λέω τόσα είχα να πω, ας το κλείσω γιατί αυτό δεν λέει να τελειώσει. Και πέφτω πάνω στο κλείσιμο ακριβώς!». Ο Δεληγιάννης πρόσθεσε μάλιστα ακόμα μία γκάιντα, ολοκληρώνοντας την ηχογράφηση από τη δοκιμή κιόλας, μέσα σε μόλις 7 λεπτά. «Από την πρώτη νότα το περιβάλλον μεταμορφώθηκε, το σύμπαν με τράβηξε από το πόδι και με εξακόντισε στα σπλάχνα του», λέει ο Παπακωνσταντίνου.
Μια άλλη μυστήρια στιγμή ήταν όταν οι Γιώργος Κωνσταντινίδης και Δημήτρης Κιτσιούλης κλήθηκαν να τραγουδήσουν αυτό που κατέληξε να αποτελέσει την εισαγωγή του άλμπουμ. Ο τραγουδοποιός είχε ανακαλύψει τον Κωνσταντινίδη μέσω μιας πειρατικής κασέτας με τίτλο Αντισεισμική Κομπανία: Ουρλιάζοντας Με Τους Λύκους και ο τελευταίος πρότεινε τον Κιτσιούλη για τις δεύτερες φωνές.
«Από το τηλέφωνο μού πρότεινε να τραγουδήσω τους στίχους: “Μέσα στου νεκρού του μάτι, δέντρα βλέπω και πουλιά”. Τον ρώτησα αν έχει σκεφτεί κάποια μελωδία και μου απάντησε ότι θα προτιμούσε να το τραγουδήσω όπως ήθελα εγώ», θυμάται ο Κωνσταντινίδης. Όμως για τον Κιτσιούλη η μέρα της ηχογράφησης ήταν η χειρότερη δυνατή. «Είχε πεθάνει ο πατέρας μου εκείνη τη μέρα και πήγα στο στούντιο κακήν κακώς», μου λέει στο τηλέφωνο από τα Γρεβενά. «Φωνάζαμε τόσο δυνατά, ουρλιάζαμε, και μάς έβγαλαν έξω από την αίθουσα για να γράψουμε». Όταν τραγούδησαν, «ο Θανάσης άνοιξε την πόρτα, μπήκε μέσα, κάθισε κάτω στη μοκέτα και έκλεισε τα μάτια. Τον πήραν τα δάκρυα», θυμάται ο Κωνσταντινίδης ενώ ο Κιτσιούλης συμπληρώνει ότι «κλαίγαμε όλοι μαζί». Ο τραγουδοποιός, μάλιστα, πρότεινε στον πρώτο να τραγουδήσει και τον “Πεχλιβάνη”, αλλά εκείνος αρνήθηκε, θεωρώντας ότι δεν του ταίριαζε –πράγμα που αργότερα μετάνιωσε.
«Από το τηλέφωνο μού πρότεινε να τραγουδήσω τους στίχους: “Μέσα στου νεκρού του μάτι, δέντρα βλέπω και πουλιά”. Τον ρώτησα αν έχει σκεφτεί κάποια μελωδία και μου απάντησε ότι θα προτιμούσε να το τραγουδήσω όπως ήθελα εγώ», θυμάται ο Κωνσταντινίδης. Όμως για τον Κιτσιούλη η μέρα της ηχογράφησης ήταν η χειρότερη δυνατή. «Είχε πεθάνει ο πατέρας μου εκείνη τη μέρα και πήγα στο στούντιο κακήν κακώς», μου λέει στο τηλέφωνο από τα Γρεβενά. «Φωνάζαμε τόσο δυνατά, ουρλιάζαμε, και μάς έβγαλαν έξω από την αίθουσα για να γράψουμε». Όταν τραγούδησαν, «ο Θανάσης άνοιξε την πόρτα, μπήκε μέσα, κάθισε κάτω στη μοκέτα και έκλεισε τα μάτια. Τον πήραν τα δάκρυα», θυμάται ο Κωνσταντινίδης ενώ ο Κιτσιούλης συμπληρώνει ότι «κλαίγαμε όλοι μαζί». Ο τραγουδοποιός, μάλιστα, πρότεινε στον πρώτο να τραγουδήσει και τον “Πεχλιβάνη”, αλλά εκείνος αρνήθηκε, θεωρώντας ότι δεν του ταίριαζε –πράγμα που αργότερα μετάνιωσε.
Ο θάνατος, όμως, χτύπησε ακόμα πιο κοντά κατά τη διάρκεια της δημιουργίας του δίσκου, κάνοντας κάποια τραγούδια του να ακούγονται τραγικά ειρωνικά. Ο Κώστας Παρίσης θυμάται: «Προς το τέλος των ηχογραφήσεων, η Kora μάς έλεγε συνεχώς ότι έχει πονοκεφάλους, αλλά για καιρό αρνιόταν να την πάμε στο νοσοκομείο». «Αρρώστησε βαριά», μού διηγείται η Ντόρα Ρίζου, «μπήκε με φρικτούς πόνους στον Ευαγγελισμό και σε ελάχιστο χρόνο "έφυγε" για πάντα, πολύ πονεμένη και μ' ένα παράπονο μεγάλο. Μου έλεγε: “έχω τόσες μελωδίες και ιδέες στο κεφάλι μου και είναι κρίμα που δεν θα προλάβω”». Ο Παρίσης τη θυμάται ως «ένα σούπερ μουσικό πλάσμα. Ο θάνατός της έχει επισκιάσει στη μνήμη μου όλες τις ωραίες στιγμές των ηχογραφήσεων». Αλλά και ο ίδιος ο Παπακωνσταντίνου θαύμασε το ταλέντο της: «Απογείωσε το “Μ 81”, κάνοντας ένα κομμάτι βγαλμένο με τη μπουζουκομάνα να ακούγεται σαν σπουδή στον Σοστακόβιτς».
Το εξώφυλλο και το remaster
Ο Βραχνός Προφήτης κυκλοφόρησε το καλοκαίρι του 2000, προκαλώντας τεράστια αίσθηση, όχι μόνο με το περιεχόμενο αλλά και με το εξώφυλλό του, το οποίο καθρέφτιζε, σύμφωνα με τον Παπακωνσταντίνου «τη λιτότητα και την αυστηρότητα του περιεχομένου, της ενοργάνωσης και της ενορχήστρωσης. Το ίδιο και την αναμόχλευση του παρελθόντος, αλλά και το πείσμα για ένα καλύτερο αύριο. Όλα αυτά τα βρήκα συμπυκνωμένα στη φωτογραφία του ανώνυμου τελάλη, από τον σπουδαίο Λαρισαίο φωτογράφο Τάκη Τλούπα».
Για τη νέα, remastered έκδοση που κυκλοφόρησε φέτος, ο τραγουδοποιός λέει: «Επειδή νιώθω “υποχρεωμένος” σ’ αυτόν τον δίσκο –μιάς και, όντως, μου έδωσε ώθηση– αλλά και επειδή είμαι τελειομανής και ψείρας, αποφάσισα να αποκαταστήσω μια αδυναμία που υπήρξε στο πρώτο mastering, το οποίο είχε γίνει εξ ολοκλήρου ψηφιακά με αποτέλεσμα να είναι πιο σκληρό το τελικό άκουσμα και με λιγότερες αρμονικές. Με τη νέα επεξεργασία αναδεικνύεται περισσότερο το αρμονικό υπόστρωμα, όπως και η στερεοφωνική εικόνα των ηχογραφήσεων».
Το εξώφυλλο και το remaster
Ο Βραχνός Προφήτης κυκλοφόρησε το καλοκαίρι του 2000, προκαλώντας τεράστια αίσθηση, όχι μόνο με το περιεχόμενο αλλά και με το εξώφυλλό του, το οποίο καθρέφτιζε, σύμφωνα με τον Παπακωνσταντίνου «τη λιτότητα και την αυστηρότητα του περιεχομένου, της ενοργάνωσης και της ενορχήστρωσης. Το ίδιο και την αναμόχλευση του παρελθόντος, αλλά και το πείσμα για ένα καλύτερο αύριο. Όλα αυτά τα βρήκα συμπυκνωμένα στη φωτογραφία του ανώνυμου τελάλη, από τον σπουδαίο Λαρισαίο φωτογράφο Τάκη Τλούπα».
Για τη νέα, remastered έκδοση που κυκλοφόρησε φέτος, ο τραγουδοποιός λέει: «Επειδή νιώθω “υποχρεωμένος” σ’ αυτόν τον δίσκο –μιάς και, όντως, μου έδωσε ώθηση– αλλά και επειδή είμαι τελειομανής και ψείρας, αποφάσισα να αποκαταστήσω μια αδυναμία που υπήρξε στο πρώτο mastering, το οποίο είχε γίνει εξ ολοκλήρου ψηφιακά με αποτέλεσμα να είναι πιο σκληρό το τελικό άκουσμα και με λιγότερες αρμονικές. Με τη νέα επεξεργασία αναδεικνύεται περισσότερο το αρμονικό υπόστρωμα, όπως και η στερεοφωνική εικόνα των ηχογραφήσεων».
Παρά τη θεματολογία του, πάντως, ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου δεν θεωρεί τον δίσκο σκοτεινό: «Γενικά, δεν συμφωνώ ότι είμαι σκοτεινός. Πιστεύω ότι τα τραγούδια μου προσφέρουν παρηγοριά». Και κλείνει λέγοντας: «Αφού έχουν μεσολαβήσει αρκετά χρόνια, η ακοή μου έχει απογαλακτιστεί και έχει επιστρέψει στην αθωότητα του ακροατή. Έτσι, μπορώ να πω με σχετική σιγουριά ότι νοιώθω πολύ ικανοποιημένος από το τελικό αποτέλεσμα. Αλλά να ξέρεις ότι τη στιγμή της δημιουργίας δεν με απασχολεί καμιά σύγκριση ή κρίση. Ανοίγομαι σ’ αυτήν με αγνότητα και πρωτογονισμό, ανιδιοτέλεια και ειλικρίνεια».
Τι έγραψαν τότε οι κριτικοί...
Φαίνεται ότι, στη χώρα μας, οι πραγματικά σοβαροί άνθρωποι δουλεύουν στο παρασκήνιο, με την έννοια ότι, έχοντας επίγνωση της ολέθριας διαβρωτικής επενέργειας που ασκούν στην καλλιτεχνική δημιουργία τα διάφορα δισκογραφικά και δημοσιογραφικά κολλητηλίκια κι εν γένει ο δημοσιοσχεσίτικος τρόπος ζωής, φροντίζουν να δημοσιοποιούν ολοκληρωμένο το προϊόν της έμπνευσής τους κι όχι να το διατυμπανίζουν μήνες ολόκληρους πριν καταλήξουν αν θα του φορέσουν ένδυμα «ροκ» ή «λαϊκό» [...] ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου δίνει ένα έργο σπάνιας εκφραστικής κι αισθητικής ουσίας. Ο Βραχνός Προφήτης ωθεί στα άκρα δύο, εκ πρώτης όψεως «αντίρροπες», μουσικές δυνάμεις: την παραδοσιακή αδρότητα και τη ροκάδικη ένταση. Όταν λέμε άκρα, τα εννοούμε ως προς την ουσία της εκφραστικότητάς τους: ακατέργαστη η λαϊκών αποχρώσεων ερμηνεία του, επιθετικός ο ροκ ήχος του –και, την ίδια στιγμή, βαθιά λυρική η ελληνόχρωμη γραφή του, τραχιά, παραμορφωμένη και λεπτομερειακά ψαγμένη η ηλεκτρική ενορχήστρωσή του. Και, το πιο σημαντικό: δεν συνυπάρχουν απλώς αυτά τα δυο, κρατώντας ζηλότυπα τη δική του θεσούλα το καθένα. Αντίθετα, γίνονται κυριολεκτικά ένα σώμα, προτείνοντας –επιτέλους– ένα επί της ουσίας σύγχρονο ελληνικό τραγούδι, έτσι όπως δεν έχει δοθεί ποτέ πριν.
Αργύρης Ζήλος
(απόσπασμα από κριτική στο Exagram)
Δέκα τραγούδια [...] στα οποία είναι έκδηλη η προσπάθεια αποφυγής των συνηθισμένων και τετριμμένων τύπων και κλισέ. Αυτή η επιδίωξη της πρωτοτυπίας φτάνει συχνά σε κάποια λεπτά όρια ανάμεσα στη θεμιτή επιδίωξη και στην πάση (αισθητική) θυσία άγρα του παράξενου. [...] Βεβαίως και είναι δικαίωμα του δημιουργού να κάνει όπως νομίζει τις επεμβάσεις, τις δοκιμές ή τους πειραματισμούς που επιθυμεί. Είναι όμως πάντοτε προτιμότερο το αποτέλεσμα να πείθει.
Παρ' όλα αυτά, είναι αλήθεια ότι συνολικά ο δίσκος, ως ακρόαμα, δίνει την εντύπωση ειλικρινούς προσπάθειας για τη διατύπωση μιας καινοτόμου πρότασης, η οποία όμως πετυχαίνει περισσότερα στον τομέα των στίχων και λιγότερα σε εκείνον της μουσικής.
Τη δύναμη που έχουν οι στίχοι των τραγουδιών [...] δεν την ακολουθεί η μουσική [...]. Εξαίρεση αποτελεί το τελευταίο ορχηστρικό κομμάτι του δίσκου, το οποίο δεν έχει και τόσο μεγάλη μουσική σχέση με τα υπόλοιπα [...]. Από τις μελωδίες, πάντως, των τραγουδιών λείπει σε γενικές γραμμές η φροντίδα της αναζήτησης και περισσεύει κάποιου είδους ευκολία ή και αμηχανία –που οδηγεί συχνά στην κοινοτοπία. Ωστόσο, σε ορισμένα τραγούδια τουλάχιστον, το στοιχείο αυτό αποτελεί λεπτομέρεια, επειδή κερδίζουν λόγω του περιεχομένου τους. [...]
Γιώργος Ε. Παπαδάκης
(απόσπασμα από κριτική στο Δίφωνο)
...και τι γράφουν τώρα
Όταν ακούω τη μουσική του Θανάση Παπακωνσταντίνου, αλλά και γενικότερα όταν τον σκέφτομαι, οι εικόνες που περνούν από τα μάτια μου, είναι αυτές των εξωφύλλων του. Ίσως είναι κάπως ανορθόδοξο, αλλά νιώθω ότι είναι ένα αμιγές καλλιτεχνικό του κομμάτι. Αν η σύνθεση-τραγουδοποιία, η ερμηνεία και η σκηνική παρουσία, συνθέτουν τις τρεις διαστάσεις του, τα εξώφυλλα είναι η τέταρτη. Είναι σημαντικά, γιατί λένε ιστορίες και «δένουν» το κάθε άλμπουμ με μια οπτική αφήγηση. Στον Βραχνό Προφήτη, έχουμε στο εξώφυλλο μια φωτογραφία του Τάκη Τλούπα· έναν μυστηριώδη άντρα με βραχνό βλέμμα, που μάλλον θέλει κάτι να μας πει. Όμως δεν είναι μια προφητεία, με τη στενή έννοια.
Μάλλον, είναι περισσότερο η εμπειρία κάποιου που γνωρίζει το ιστορικό της αποτύπωμα κι έτσι, ίσως, μπορεί να έχει μια εικόνα για το μέλλον. Δεκαπέντε χρόνια μετά, ο δίσκος αυτός δείχνει ξεκάθαρα ποιος είναι ως καλλιτέχνης ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου και τι είναι αυτός ο δίσκος. Δεν είναι μια εκζήτηση, δεν είναι απλώς εκκεντρικός με τις ενορχηστρώσεις και τις αναφορές του ο δημιουργός αυτός. Είναι ένας πολιτισμικός εθνογράφος, ένας παρατηρητής που γνωρίζει το ιστορικό του αποτύπωμα και που ζει και δημιουργεί με ένα Αριστοτελικό «γίγνεσθαι», μέσα του. Συνθέτει τις αντιθέσεις διαλεκτικά και δεν τον σταματάει τίποτα από το να καταθέσει την αλήθεια του, βραχνή. Αυτό φάνηκε και από την πολιτική του στάση, μέσα στα χρόνια και ειδικά τα χρόνια της κρίσης.
Η βραχνάδα δεν αλλοιώνει την αλήθεια. Την αγκαλιάζει.
Νίκος Δασκαλόπουλος
(Unfollow, Sonik)
Τι έγραψαν τότε οι κριτικοί...
Φαίνεται ότι, στη χώρα μας, οι πραγματικά σοβαροί άνθρωποι δουλεύουν στο παρασκήνιο, με την έννοια ότι, έχοντας επίγνωση της ολέθριας διαβρωτικής επενέργειας που ασκούν στην καλλιτεχνική δημιουργία τα διάφορα δισκογραφικά και δημοσιογραφικά κολλητηλίκια κι εν γένει ο δημοσιοσχεσίτικος τρόπος ζωής, φροντίζουν να δημοσιοποιούν ολοκληρωμένο το προϊόν της έμπνευσής τους κι όχι να το διατυμπανίζουν μήνες ολόκληρους πριν καταλήξουν αν θα του φορέσουν ένδυμα «ροκ» ή «λαϊκό» [...] ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου δίνει ένα έργο σπάνιας εκφραστικής κι αισθητικής ουσίας. Ο Βραχνός Προφήτης ωθεί στα άκρα δύο, εκ πρώτης όψεως «αντίρροπες», μουσικές δυνάμεις: την παραδοσιακή αδρότητα και τη ροκάδικη ένταση. Όταν λέμε άκρα, τα εννοούμε ως προς την ουσία της εκφραστικότητάς τους: ακατέργαστη η λαϊκών αποχρώσεων ερμηνεία του, επιθετικός ο ροκ ήχος του –και, την ίδια στιγμή, βαθιά λυρική η ελληνόχρωμη γραφή του, τραχιά, παραμορφωμένη και λεπτομερειακά ψαγμένη η ηλεκτρική ενορχήστρωσή του. Και, το πιο σημαντικό: δεν συνυπάρχουν απλώς αυτά τα δυο, κρατώντας ζηλότυπα τη δική του θεσούλα το καθένα. Αντίθετα, γίνονται κυριολεκτικά ένα σώμα, προτείνοντας –επιτέλους– ένα επί της ουσίας σύγχρονο ελληνικό τραγούδι, έτσι όπως δεν έχει δοθεί ποτέ πριν.
Αργύρης Ζήλος
(απόσπασμα από κριτική στο Exagram)
Δέκα τραγούδια [...] στα οποία είναι έκδηλη η προσπάθεια αποφυγής των συνηθισμένων και τετριμμένων τύπων και κλισέ. Αυτή η επιδίωξη της πρωτοτυπίας φτάνει συχνά σε κάποια λεπτά όρια ανάμεσα στη θεμιτή επιδίωξη και στην πάση (αισθητική) θυσία άγρα του παράξενου. [...] Βεβαίως και είναι δικαίωμα του δημιουργού να κάνει όπως νομίζει τις επεμβάσεις, τις δοκιμές ή τους πειραματισμούς που επιθυμεί. Είναι όμως πάντοτε προτιμότερο το αποτέλεσμα να πείθει.
Παρ' όλα αυτά, είναι αλήθεια ότι συνολικά ο δίσκος, ως ακρόαμα, δίνει την εντύπωση ειλικρινούς προσπάθειας για τη διατύπωση μιας καινοτόμου πρότασης, η οποία όμως πετυχαίνει περισσότερα στον τομέα των στίχων και λιγότερα σε εκείνον της μουσικής.
Τη δύναμη που έχουν οι στίχοι των τραγουδιών [...] δεν την ακολουθεί η μουσική [...]. Εξαίρεση αποτελεί το τελευταίο ορχηστρικό κομμάτι του δίσκου, το οποίο δεν έχει και τόσο μεγάλη μουσική σχέση με τα υπόλοιπα [...]. Από τις μελωδίες, πάντως, των τραγουδιών λείπει σε γενικές γραμμές η φροντίδα της αναζήτησης και περισσεύει κάποιου είδους ευκολία ή και αμηχανία –που οδηγεί συχνά στην κοινοτοπία. Ωστόσο, σε ορισμένα τραγούδια τουλάχιστον, το στοιχείο αυτό αποτελεί λεπτομέρεια, επειδή κερδίζουν λόγω του περιεχομένου τους. [...]
Γιώργος Ε. Παπαδάκης
(απόσπασμα από κριτική στο Δίφωνο)
...και τι γράφουν τώρα
Όταν ακούω τη μουσική του Θανάση Παπακωνσταντίνου, αλλά και γενικότερα όταν τον σκέφτομαι, οι εικόνες που περνούν από τα μάτια μου, είναι αυτές των εξωφύλλων του. Ίσως είναι κάπως ανορθόδοξο, αλλά νιώθω ότι είναι ένα αμιγές καλλιτεχνικό του κομμάτι. Αν η σύνθεση-τραγουδοποιία, η ερμηνεία και η σκηνική παρουσία, συνθέτουν τις τρεις διαστάσεις του, τα εξώφυλλα είναι η τέταρτη. Είναι σημαντικά, γιατί λένε ιστορίες και «δένουν» το κάθε άλμπουμ με μια οπτική αφήγηση. Στον Βραχνό Προφήτη, έχουμε στο εξώφυλλο μια φωτογραφία του Τάκη Τλούπα· έναν μυστηριώδη άντρα με βραχνό βλέμμα, που μάλλον θέλει κάτι να μας πει. Όμως δεν είναι μια προφητεία, με τη στενή έννοια.
Μάλλον, είναι περισσότερο η εμπειρία κάποιου που γνωρίζει το ιστορικό της αποτύπωμα κι έτσι, ίσως, μπορεί να έχει μια εικόνα για το μέλλον. Δεκαπέντε χρόνια μετά, ο δίσκος αυτός δείχνει ξεκάθαρα ποιος είναι ως καλλιτέχνης ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου και τι είναι αυτός ο δίσκος. Δεν είναι μια εκζήτηση, δεν είναι απλώς εκκεντρικός με τις ενορχηστρώσεις και τις αναφορές του ο δημιουργός αυτός. Είναι ένας πολιτισμικός εθνογράφος, ένας παρατηρητής που γνωρίζει το ιστορικό του αποτύπωμα και που ζει και δημιουργεί με ένα Αριστοτελικό «γίγνεσθαι», μέσα του. Συνθέτει τις αντιθέσεις διαλεκτικά και δεν τον σταματάει τίποτα από το να καταθέσει την αλήθεια του, βραχνή. Αυτό φάνηκε και από την πολιτική του στάση, μέσα στα χρόνια και ειδικά τα χρόνια της κρίσης.
Η βραχνάδα δεν αλλοιώνει την αλήθεια. Την αγκαλιάζει.
Νίκος Δασκαλόπουλος
(Unfollow, Sonik)
Πίσω στο 2000 και στα 22 μου χρόνια, τα μουσικά (μου) είδη είχαν τεράστια απόσταση μεταξύ τους, και συνειδητά προσπαθούσα να αποφύγω κάθε γέφυρα. Έχοντας λάβει προς δημοσίευση την κριτική που υπάρχει ακόμη αναρτημένη στο mic.gr και διαβάζοντας περί ηπειρώτικου blues και παρολίγον συμμετοχή Μάλαμα, αρνήθηκα ακόμη και να ακούσω τον δίσκο. Η προσέγγισή μου άλλαξε (προφανώς) μέσω του “Όταν Χαράζει”, αλλά και μέσα από μία ζωντανή εμφάνιση του Θανάση Παπακωνσταντίνου με τους (τότε) Λαϊκεδέλικα στον Μύλο τον Δεκέμβρη του 2002, όπου συνειδητά πήγα μήπως τυχόν βρω κι εγώ κάτι να ενθουσιαστώ. Και βρήκα. Αλλά στο μεταξύ είχε κυκλοφορήσει και η Αγρύπνια, έτι ικανότερα απαλλαγμένη από το καλά νοτισμένο με τσίπουρα λαϊκό παρελθόν του Θανάση, που ακόμη μου προκαλεί σκοτοδίνη, έστω και στη σκέψη της ακρόασης.
Δεκαπέντε χρόνια μετά, ακόμη δεν πιστεύω στη «λαϊκή σοφία» και τελευταία αμφισβητώ έντονα και την αντιμετώπιση των αρετών της με ροκ στάση. Δεν είμαι ασφαλώς από αυτούς που ανόητα θεωρούν ότι η (όποια) στάση του Θανάση Παπακωνσταντίνου οδηγεί τη χώρα, τον λαό και τις κεφαλές των πικάπ μας γραμμή προς τον αριστερίζοντα εθνολαϊκισμό και την αποστροφή του αστικού, Δυτικού προτύπου. Παρόλα αυτά, για πολλοστή φορά στην ελληνική μουσική, διαπιστώνω ότι τα σπουδαία έργα (και οι ικανοί δημιουργοί αυτών), ειδικά όταν επιχειρούν κάτι που –αορίστως θεωρείται– ρηξικέλευθο σε σχέση με την πάντοτε σε σύγχυση μουσική μας παράδοση, καταλήγουν σε λαίλαπα, που απειλεί για πολλά χρόνια μετά την αισθητική μας καθημερινότητα.
Από την Αγρύπνια και μετά, ο ίδιος ο Θανάση Παπακωνσταντίνου παγιδεύτηκε στα εσωτερικά του κατορθώματα, ενώ από τον Μπαλάφα και τον Χαρούλη μέχρι τους Villagers Of Ioannina City, η παραδοσιαρόκ παρέλαση περιορισμένου ταλέντου, αναμένεται να οδηγήσει μέχρι και την Πάολα στον Λυκαβηττό, για αποθέωση από τους ροκάδες –καθότι, ως γνωστόν, από Μανώληδες Αγγελόπουλους έχουμε στερέψει. Παρόλα αυτά, ο Βραχνός Προφήτης παραμένει, δεκαπέντε χρόνια μετά, ένας τίμιος όσο και χαμηλών τόνων και προθέσεων βαλκανικός δίσκος, που περισσότερο από το να δείξει τον δρόμο στον Λαό, στόχευε στο να αναδείξει με διακριτική ευαισθησία τα λαϊκά εκείνα συναισθήματα, που συνήθως τσαλαπατιούνται άκομψα στους περήφανους δρόμους της λαϊκής μουσικής. Το αν του επιτράπηκε κάτι τέτοιο, είναι άλλη ιστορία, και σίγουρα δεν φταίει ο ίδιος ο δίσκος για αυτό (εδώ δεν έφταιγαν οι δίσκοι του Ρασούλη).
Άρης Καραμπεάζης
(MiC, Sonik)
Προσωπικά, από άποψη τραγουδοποιίας (στίχοι και συνθέσεις), ο Βραχνός Προφήτης εμένα δεν μου λέει πολλά, συγγνώμη. Προτιμώ ένα πιο «αστικό» τραγούδι. Κάθε φορά που τον βάζω να παίξει, όμως, αισθάνομαι έναν τεράστιο θαυμασμό, σε βαθμό ανατριχίλας, για τον ήχο και τις ενορχηστρώσεις του. Δεν ακούω τον Θανάση Παπακωνσταντίνου τόσο πολύ, ακούω τον Μπάμπη Παπαδόπουλο. Και κυρίως με γοητεύει αυτό το στοιχείο της έκπληξης όταν μπαίνει η «βρώμικη» ηλεκτρική παρεμβολή στο τελευταίο λεπτό του “Πεχλιβάνη” ή όταν σκάει ξαφνικά η μουσική από τις “Γριές” και λες «πού βρέθηκα τώρα;» ή όταν κεντάει αυτό το βιολί στο “Α. Μάνθος”. Κατ’ εμέ, είναι ο δίσκος που «έκλεισε» το έντεχνο τραγούδι των 1990s, μια τρομακτικά καλή δουλειά που εξυψώνει αλλά και σαμποτάρει την παραδοσιακή μουσική χωρίς φλυαρίες.
Βύρων Κριτζάς
(Avopolis, Sonik)
Παρ' ότι θεωρώ το μεταγενέστερο αλλά σε παρόμοιο πνεύμα Η Βροχή Από Κάτω πιο ενδιαφέρον καλλιτεχνικά (και άδικα παραγνωρισμένο), ο Βραχνός Προφήτης είναι η αρχή, το ξεκίνημα, η μορφοποίηση μιας πολύ ενδιαφέρουσας και διαρκώς βελτιούμενης καλλιτεχνικής διαδρομής. Το άλμπουμ που έφερε τον Θανάση Παπακωνσταντίνου στον 21ο αιώνα και μπόλιασε τη μουσική του με το απαραίτητο rock attitude και με την επίδραση της παρέας του Γιάννη Αγγελάκα, ο οποίος συμμετέχει στον δίσκο μαζί με τον Μπάμπη Παπαδόπουλο και τους Χαρμπίλα & Καργιωτάκη. Η ευρεία αποδοχή του, δε, μας έδωσε μια νέα ελπίδα ότι υπάρχει ένα ευρύτερο κοινό που μπορεί να αποδεχτεί ποιητικά πλάσματα, πραγματικούς καλλιτέχνες, δημιουργούς με αισθητική αξιοπρέπεια και άποψη. Ο Βραχνός Προφήτης δικαίως είναι ένα ορόσημο για την ελληνική μουσική πραγματικότητα και η αντοχή του στον χρόνο το αποδεικνύει.
Μάκης Μηλάτος
(Athens Voice, ρ/σ 105,5 Στο Κόκκινο)
Καμιά φορά νομίζω ότι ο Βραχνός Προφήτης είναι ο πρώτος δίσκος του Θανάση. Άδικο για έναν δημιουργό ο οποίος είχε ήδη πίσω του κάμποσα χρόνια μουσικής πορείας και 4 άλλους δίσκους; Ίσως... Ήταν, όμως, ο δίσκος εκείνος που όχι μόνο τον έφερε στο μεγάλο κοινό (καταρρίπτοντας έτσι στην πράξη τη ρήση «ουδείς ...βραχνός προφήτης στον τόπο του»), αλλά κι εκείνος στον οποίον με τόλμη πότισε τις γερές δημοτικές του ρίζες με Δυτικά λιπάσματα, με το αποτέλεσμα να αποτελεί οδηγό για την μετέπειτα εγχώρια μουσική παραγωγή. Πάντοτε θα θυμάμαι τότε, το 2000, εκείνη την «έντεχνη» φίλη, η οποία όταν τον άκουσε δήλωσε προδομένη: «τι είναι αυτά τα ροκ, πάει, χάλασε ο Θανάσης!». Προσωπικά, από τότε που ο Ντύλαν έβαλε το φολκ στην πρίζα, όταν ακούω στη μουσική για προδοσίες, ορτσώνω τα αυτιά...
Αντώνης Ξαγάς
(MiC, Sonik)
«Τι είναι ο Βραχνός Προφήτης;» ρώτησα τις φίλες μου, σαν μου είπε ο Τσαντίλας να γράψω. «Βουνά και θάλασσα» είπε η μία, «τελετή μύησης» η άλλη. Κι αυτό ακριβώς είναι το θαύμα του δίσκου: να σου πιέζει το βλέμμα στη γη, και την ίδια στιγμή να σου το στρέφει στο υπερβατικό, ψηλά και πάνω.
Εκτός από γκαγκάν δίσκος, ο Βραχνός Προφήτης υπήρξε κι ωφέλιμος. Στρατιές επιγόνων βρήκαν σε αυτόν μιαν ανέλπιστη πηγή έμπνευσης, και βιοπορίστηκαν κάπως οι άνθρωποι. Και κάπως έτσι γέμισε το ελληνικό τραγούδι περίεργους αστερισμούς και γαλαξίες και πανομοιότυπα intros - φασόν, κι έναν κάποιον ναρκισσισμό των «μυημένων» και των «ψαγμένων». Παράπλευρες απώλειες ενός αριστουργήματος…
Όσο για το ζουμί της προφητείας του Παπακωνσταντίνου [«χωρίς Βαστίλη, χωρίς ανάθεμα / χωρίς τα χείλη τα σφιγμένα»], δυστυχώς μοιάζει κομματάκι δύσκολο να βγει αληθινό. Τα χείλη ολοένα και σφίγγουνε, και τα αδιέξοδα των αρχόντων χτίζουν ήδη τις καινούργιες Βαστίλες.
Ηρακλής Οικονόμου
(blog «Μουσικά Προάστια»)
Θες γιατί τα πράγματα σπάνια κρίνονται στη βράση της στιγμής, θες γιατί ο Βραχνός Προφήτης εμφανίστηκε στην «ουρά» μιας δεκαετίας που μας χόρτασε καλές εγχώριες δουλειές, θες γιατί έφευγα τότε να ζήσω στην Αγγλία, η σπουδαιότητά του, μου διέφυγε. Μεγάλωσε μέσα μου αργά, αργότερα· συνυφασμένος με τις φάσεις της ελληνικότητάς μου, πριν οι διεθνείς τροχιές συμφιλιωθούν με την τοπική αφετηρία. Ένιωθα πάντα πως κάτι τέτοιο προσπαθούσε να επιτύχει και ο δίσκος, γι' αυτό ίσως άρεσε τόσο στους φίλους που δεν ήθελαν ν' ακούν ελληνικά.
Σήμερα, θλίβομαι κάπως με την επίμονη λάμψη του. Τοποθετημένος στην αρχή ενός καινούριου αιώνα, έμοιαζε να οριοθετεί μια νέα σελίδα για το ελληνικό τραγούδι. Ήταν όμως η τελευταία εξέχουσα καταχώρηση στο κεφάλαιο του ήδη εξέχοντος 20ού αιώνα. 15 χρόνια αργότερα, έχουμε ακούσει κάμποσους καλούς εγχώριους δίσκους –μερικούς μάλιστα από τον ίδιο τον Θανάση Παπακωνσταντίνου– αλλά τίποτα με ανάλογο εκτόπισμα. Συνεχίζει πάντως να λειτουργεί ως φάρος για όσους επιδιώκουν να υπάρξουν στο πολύτιμο «μεταξύ» Δύσης και Ανατολής, χωρίς να πιθηκίζουν ενοχικά και χωρίς να ομφαλοσκοπούν με μωρία.
Χάρης Συμβουλίδης
(αρχισυντάκτης Avopolis και Sonik)
ΠΗΓΗ
Δεκαπέντε χρόνια μετά, ακόμη δεν πιστεύω στη «λαϊκή σοφία» και τελευταία αμφισβητώ έντονα και την αντιμετώπιση των αρετών της με ροκ στάση. Δεν είμαι ασφαλώς από αυτούς που ανόητα θεωρούν ότι η (όποια) στάση του Θανάση Παπακωνσταντίνου οδηγεί τη χώρα, τον λαό και τις κεφαλές των πικάπ μας γραμμή προς τον αριστερίζοντα εθνολαϊκισμό και την αποστροφή του αστικού, Δυτικού προτύπου. Παρόλα αυτά, για πολλοστή φορά στην ελληνική μουσική, διαπιστώνω ότι τα σπουδαία έργα (και οι ικανοί δημιουργοί αυτών), ειδικά όταν επιχειρούν κάτι που –αορίστως θεωρείται– ρηξικέλευθο σε σχέση με την πάντοτε σε σύγχυση μουσική μας παράδοση, καταλήγουν σε λαίλαπα, που απειλεί για πολλά χρόνια μετά την αισθητική μας καθημερινότητα.
Από την Αγρύπνια και μετά, ο ίδιος ο Θανάση Παπακωνσταντίνου παγιδεύτηκε στα εσωτερικά του κατορθώματα, ενώ από τον Μπαλάφα και τον Χαρούλη μέχρι τους Villagers Of Ioannina City, η παραδοσιαρόκ παρέλαση περιορισμένου ταλέντου, αναμένεται να οδηγήσει μέχρι και την Πάολα στον Λυκαβηττό, για αποθέωση από τους ροκάδες –καθότι, ως γνωστόν, από Μανώληδες Αγγελόπουλους έχουμε στερέψει. Παρόλα αυτά, ο Βραχνός Προφήτης παραμένει, δεκαπέντε χρόνια μετά, ένας τίμιος όσο και χαμηλών τόνων και προθέσεων βαλκανικός δίσκος, που περισσότερο από το να δείξει τον δρόμο στον Λαό, στόχευε στο να αναδείξει με διακριτική ευαισθησία τα λαϊκά εκείνα συναισθήματα, που συνήθως τσαλαπατιούνται άκομψα στους περήφανους δρόμους της λαϊκής μουσικής. Το αν του επιτράπηκε κάτι τέτοιο, είναι άλλη ιστορία, και σίγουρα δεν φταίει ο ίδιος ο δίσκος για αυτό (εδώ δεν έφταιγαν οι δίσκοι του Ρασούλη).
Άρης Καραμπεάζης
(MiC, Sonik)
Προσωπικά, από άποψη τραγουδοποιίας (στίχοι και συνθέσεις), ο Βραχνός Προφήτης εμένα δεν μου λέει πολλά, συγγνώμη. Προτιμώ ένα πιο «αστικό» τραγούδι. Κάθε φορά που τον βάζω να παίξει, όμως, αισθάνομαι έναν τεράστιο θαυμασμό, σε βαθμό ανατριχίλας, για τον ήχο και τις ενορχηστρώσεις του. Δεν ακούω τον Θανάση Παπακωνσταντίνου τόσο πολύ, ακούω τον Μπάμπη Παπαδόπουλο. Και κυρίως με γοητεύει αυτό το στοιχείο της έκπληξης όταν μπαίνει η «βρώμικη» ηλεκτρική παρεμβολή στο τελευταίο λεπτό του “Πεχλιβάνη” ή όταν σκάει ξαφνικά η μουσική από τις “Γριές” και λες «πού βρέθηκα τώρα;» ή όταν κεντάει αυτό το βιολί στο “Α. Μάνθος”. Κατ’ εμέ, είναι ο δίσκος που «έκλεισε» το έντεχνο τραγούδι των 1990s, μια τρομακτικά καλή δουλειά που εξυψώνει αλλά και σαμποτάρει την παραδοσιακή μουσική χωρίς φλυαρίες.
Βύρων Κριτζάς
(Avopolis, Sonik)
Παρ' ότι θεωρώ το μεταγενέστερο αλλά σε παρόμοιο πνεύμα Η Βροχή Από Κάτω πιο ενδιαφέρον καλλιτεχνικά (και άδικα παραγνωρισμένο), ο Βραχνός Προφήτης είναι η αρχή, το ξεκίνημα, η μορφοποίηση μιας πολύ ενδιαφέρουσας και διαρκώς βελτιούμενης καλλιτεχνικής διαδρομής. Το άλμπουμ που έφερε τον Θανάση Παπακωνσταντίνου στον 21ο αιώνα και μπόλιασε τη μουσική του με το απαραίτητο rock attitude και με την επίδραση της παρέας του Γιάννη Αγγελάκα, ο οποίος συμμετέχει στον δίσκο μαζί με τον Μπάμπη Παπαδόπουλο και τους Χαρμπίλα & Καργιωτάκη. Η ευρεία αποδοχή του, δε, μας έδωσε μια νέα ελπίδα ότι υπάρχει ένα ευρύτερο κοινό που μπορεί να αποδεχτεί ποιητικά πλάσματα, πραγματικούς καλλιτέχνες, δημιουργούς με αισθητική αξιοπρέπεια και άποψη. Ο Βραχνός Προφήτης δικαίως είναι ένα ορόσημο για την ελληνική μουσική πραγματικότητα και η αντοχή του στον χρόνο το αποδεικνύει.
Μάκης Μηλάτος
(Athens Voice, ρ/σ 105,5 Στο Κόκκινο)
Καμιά φορά νομίζω ότι ο Βραχνός Προφήτης είναι ο πρώτος δίσκος του Θανάση. Άδικο για έναν δημιουργό ο οποίος είχε ήδη πίσω του κάμποσα χρόνια μουσικής πορείας και 4 άλλους δίσκους; Ίσως... Ήταν, όμως, ο δίσκος εκείνος που όχι μόνο τον έφερε στο μεγάλο κοινό (καταρρίπτοντας έτσι στην πράξη τη ρήση «ουδείς ...βραχνός προφήτης στον τόπο του»), αλλά κι εκείνος στον οποίον με τόλμη πότισε τις γερές δημοτικές του ρίζες με Δυτικά λιπάσματα, με το αποτέλεσμα να αποτελεί οδηγό για την μετέπειτα εγχώρια μουσική παραγωγή. Πάντοτε θα θυμάμαι τότε, το 2000, εκείνη την «έντεχνη» φίλη, η οποία όταν τον άκουσε δήλωσε προδομένη: «τι είναι αυτά τα ροκ, πάει, χάλασε ο Θανάσης!». Προσωπικά, από τότε που ο Ντύλαν έβαλε το φολκ στην πρίζα, όταν ακούω στη μουσική για προδοσίες, ορτσώνω τα αυτιά...
Αντώνης Ξαγάς
(MiC, Sonik)
«Τι είναι ο Βραχνός Προφήτης;» ρώτησα τις φίλες μου, σαν μου είπε ο Τσαντίλας να γράψω. «Βουνά και θάλασσα» είπε η μία, «τελετή μύησης» η άλλη. Κι αυτό ακριβώς είναι το θαύμα του δίσκου: να σου πιέζει το βλέμμα στη γη, και την ίδια στιγμή να σου το στρέφει στο υπερβατικό, ψηλά και πάνω.
Εκτός από γκαγκάν δίσκος, ο Βραχνός Προφήτης υπήρξε κι ωφέλιμος. Στρατιές επιγόνων βρήκαν σε αυτόν μιαν ανέλπιστη πηγή έμπνευσης, και βιοπορίστηκαν κάπως οι άνθρωποι. Και κάπως έτσι γέμισε το ελληνικό τραγούδι περίεργους αστερισμούς και γαλαξίες και πανομοιότυπα intros - φασόν, κι έναν κάποιον ναρκισσισμό των «μυημένων» και των «ψαγμένων». Παράπλευρες απώλειες ενός αριστουργήματος…
Όσο για το ζουμί της προφητείας του Παπακωνσταντίνου [«χωρίς Βαστίλη, χωρίς ανάθεμα / χωρίς τα χείλη τα σφιγμένα»], δυστυχώς μοιάζει κομματάκι δύσκολο να βγει αληθινό. Τα χείλη ολοένα και σφίγγουνε, και τα αδιέξοδα των αρχόντων χτίζουν ήδη τις καινούργιες Βαστίλες.
Ηρακλής Οικονόμου
(blog «Μουσικά Προάστια»)
Θες γιατί τα πράγματα σπάνια κρίνονται στη βράση της στιγμής, θες γιατί ο Βραχνός Προφήτης εμφανίστηκε στην «ουρά» μιας δεκαετίας που μας χόρτασε καλές εγχώριες δουλειές, θες γιατί έφευγα τότε να ζήσω στην Αγγλία, η σπουδαιότητά του, μου διέφυγε. Μεγάλωσε μέσα μου αργά, αργότερα· συνυφασμένος με τις φάσεις της ελληνικότητάς μου, πριν οι διεθνείς τροχιές συμφιλιωθούν με την τοπική αφετηρία. Ένιωθα πάντα πως κάτι τέτοιο προσπαθούσε να επιτύχει και ο δίσκος, γι' αυτό ίσως άρεσε τόσο στους φίλους που δεν ήθελαν ν' ακούν ελληνικά.
Σήμερα, θλίβομαι κάπως με την επίμονη λάμψη του. Τοποθετημένος στην αρχή ενός καινούριου αιώνα, έμοιαζε να οριοθετεί μια νέα σελίδα για το ελληνικό τραγούδι. Ήταν όμως η τελευταία εξέχουσα καταχώρηση στο κεφάλαιο του ήδη εξέχοντος 20ού αιώνα. 15 χρόνια αργότερα, έχουμε ακούσει κάμποσους καλούς εγχώριους δίσκους –μερικούς μάλιστα από τον ίδιο τον Θανάση Παπακωνσταντίνου– αλλά τίποτα με ανάλογο εκτόπισμα. Συνεχίζει πάντως να λειτουργεί ως φάρος για όσους επιδιώκουν να υπάρξουν στο πολύτιμο «μεταξύ» Δύσης και Ανατολής, χωρίς να πιθηκίζουν ενοχικά και χωρίς να ομφαλοσκοπούν με μωρία.
Χάρης Συμβουλίδης
(αρχισυντάκτης Avopolis και Sonik)
ΠΗΓΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου