«Είναι καλότυχο να ζεις σε έναν όμορφο τόπο, που άλλοι άνθρωποι πάντοτε ήθελαν να επισκεφτούν. Και μου αρέσει να τους υποδέχομαι», λέει ο ογδοντάχρονος Θόδωρος Γκέκας -ένας από τους 250 μόνιμους κατοίκους του μικρού νησιού της λίμνης των Ιωαννίνων- κι εμείς ανυπομονούμε να γνωρίσουμε τον τόπο του.
Είναι ένα από τα ελάχιστα κατοικημένα νησιά λίμνης στον κόσμο. Αρρηκτα συνδεδεμένο με τη λίμνη Παμβώτιδα και τα Γιάννενα, έμεινε ένα νησί δίχως όνομα – το μικροσκοπικό «Νησί της Λίμνης» ή «Νησάκι των Ιωαννίνων». Ενας πευκόφυτος βράχος, που η έκτασή του δεν ξεπερνά τα 200 στρέμματα, με έναν παραδοσιακό ηπειρώτικο οικισμό, καμωμένο από πέτρα, στη λιμανίσια κόγχη του. Στη λιλιπούτεια ενδοχώρα και στις ακτές του, χτισμένα το ένα δίπλα στο άλλο σχεδόν, επτά βυζαντινά και μεταβυζαντινά μοναστήρια σχηματίζουν μια μοναστική πολιτεία αιώνων, που είναι και η τρίτη μεγαλύτερη στην Ελλάδα, μετά το Αγιον Ορος και τα Μετέωρα. Στην ίδρυση των πρώτων μοναστηριών μπορεί να εντοπιστεί και ο μίτος της ιστορίας του νησιού, που ξετυλίγεται σαν παραμύθι, με κινηματογραφικό «highlight» το φόνο του Αλή Πασά, αλλά, ανέκαθεν, πραγματικούς πρωταγωνιστές τους λίγους κατοίκους του και τη μικρή, ψαράδικη κοινότητα όπου γεννήθηκαν, καταμεσής μιας λίμνης της Ηπείρου.
Πισωγύρισμα στο χρόνο
Δεν είναι κάποιο απομονωμένο μέρος το Νησάκι. Το καλοκαίρι ειδικά, τα καραβάκια πηγαινοέρχονται από το μόλο των Ιωαννίνων κάθε μισή ώρα. Η διαδρομή δεν διαρκεί περισσότερο από δέκα λεπτά, όμως όσο τα Γιάννενα ξεμακραίνουν, στη ματιά του επισκέπτη δεσπόζουν το κάστρο και το επιβλητικό Αρσλάν τζαμί από την πλευρά της πόλης και το Νησάκι απέναντι. Το απειροελάχιστο αυτό ταξίδι μοιάζει από τις πρώτες στιγμές σαν ένα μίνι πισωγύρισμα στο χρόνο. Αυτό λένε δύο ξένοι τουρίστες δίπλα μου και σαν πρόταση περιγράφει μάλλον την αίσθηση όλων. Στην προκυμαία του νησιού, οι ταβέρνες σε επαναφέρουν, πάντως, στον πραγματικό χρόνο. Από εκεί ξεκινούν τα σοκάκια του οικισμού, ασπρισμένα τα περισσότερα σαν των αιγαιοπελαγίτικων χωριών. Λευκές είναι και οι μικρές αυλές των σπιτιών, που όμως εδώ είναι πέτρινα, εξαίσια δείγματα της ηπειρώτικης αρχιτεκτονικής. Δίπατα όλα τους, με πλάκα στη σκεπή, ανήκουν στις ίδιες οικογένειες πολλές γενιές πίσω. Τα μαγαζάκια λαϊκής τέχνης στα σοκάκια είναι ενδιαφέροντα και ενταγμένα στο περιβάλλον -αν δεν πέσετε πάνω σε «στίφη» άλλων τουριστών, θα διανθίσουν τη βόλτα σας ευχάριστα-, ενώ για όποιον θελήσει να αποφύγει πιθανό «μπούγιο» στην προκυμαία, οι ταβέρνες, τα μικρά καφέ και μεζεδοπωλεία στο εσωτερικό του οικισμού, στην πλατεία Αλιέων και στο δρομάκι του Αγίου Παντελεήμονος προς το Μουσείο του Αλή πασά, είναι σκιερά και «νόστιμα» μέρη.
Παράδοση στη φιλοξενία
Μαζί μας είναι ο Θόδωρος Γκέκας, από τους παλιότερους κατοίκους του νησιού και, πιθανόν, κάτοχος ενός ιδιότυπου πανελλήνιου ρεκόρ, αφού διετέλεσε πρόεδρος της κοινότητας για έξι συνεχείς τετραετίες, από το 1974 έως το 1998. Ο κύριος Θόδωρος είναι άριστος γνώστης της ιστορίας και των παραδόσεων του τόπου του. «Οι πρώτοι κάτοικοι του νησιού λέγεται ότι ήταν Μανιάτες αιχμάλωτοι πολέμου, σκλάβοι εκείνα τα χρόνια, τους οποίους ο Αρσλάν πασάς πήρε μαζί του στα Γιάννενα, αφού βοήθησε τον Χουρσίτ να καταπνίξει την ορλοφική επανάσταση. Ο Αρσλάν είχε διεξαγάγει επιχειρήσεις στην παράκτια Μάνη – προφανώς οι αιχμάλωτοι ήταν εξοικειωμένοι με τη ναυτική τέχνη και το ψάρεμα, οπότε αρχικά εγκαταστάθηκαν σε παραλίμνιες εκτάσεις απέναντι από το Νησάκι. Στα τέλη του 18ου αιώνα, αναζητώντας ένα περισσότερο προστατευμένο περιβάλλον, εγκαταστάθηκαν στο Νησί. Από τότε, κύρια ασχολία τους ήταν το ψάρεμα. Και ο τουρισμός», λέει γελώντας.
Πράγματι, οι Νησιώτες είναι διαχρονικά εξοικειωμένοι με την υποδοχή και τη φιλοξενία επισκεπτών στον τόπο τους. Στις γιορτές των μοναστηριών του, συγκεντρώνονταν στο Νησάκι πιστοί από την ευρύτερη περιοχή. Στα χρόνια της οθωμανικής αυτοκρατορίας, οι κάτοικοι των πολυπολιτισμικών Ιωαννίνων μίσθωναν τις βάρκες των Νησιωτών, έφερναν μαζί τους φαγητό και μουσικά όργανα και έκαναν νυχτερινές βαρκάδες υπό το φεγγαρόφως. «Στις αργίες τους πάντα – Κυριακή οι χριστιανοί, Σάββατο οι Εβραίοι, Παρασκευή οι μουσουλμάνοι», συνεχίζει ο ίδιος. «Ικανοί κωπηλάτες και κυνηγοί καθώς ήταν, συνόδευαν τους “παράγοντες” και σημαντικούς επισκέπτες της πόλης στα κυνήγια που οργάνωναν στη λίμνη», προσθέτει, θυμίζοντάς μου το διήγημα του Δημήτρη Χατζή «Σιούλας ο ταμπάκος», όπου οι «ταμπάκοι», όπως λέγονταν οι βυρσοδέψες της εποχής, ξεπεσμένοι άρχοντες των Ιωαννίνων, μόνο τους Νησιώτες καταδέχονταν στα κρασοπουλειά όπου σύχναζαν, αφού «μοιράζονταν μαζί τους το πάθος του κυνηγιού».
Πάντοτε, βέβαια, το ψάρεμα παρέμενε κύρια επαγγελματική ασχολία των Νησιωτών μιας λίμνης της οποίας το αρχαιοελληνικό όνομα δηλώνει πως καθετί που προέρχεται από αυτήν είναι βρώσιμο. Περισσότερα από δέκα είδη ψαριών του γλυκού νερού ζουν στα νερά της, εκτός από τα χέλια αλλά και τους κυπρίνους που εισήγαγε το 1924 από την Ιταλία ο Αλιευτικός Συνεταιρισμός των Νησιωτών, ο πρώτος που ιδρύθηκε σε ολόκληρη την Ελλάδα. Μάλιστα, ο κυπρίνος, που για αρκετά χρόνια δεν είχε ενταχθεί στη «δίαιτα» των Γιαννιωτών, την περίοδο της Κατοχής έσωσε τον πληθυσμό της πόλης από το λιμό, όταν οι Νησιώτες, μετά από παράκληση του τότε μητροπολίτη, ψάρευαν μεγάλες ποσότητες και τις διένειμαν στους κατοίκους. Δραστήριοι οι Νησιώτες, ήρθαν σε επαφή με ιχθυογεννητικούς σταθμούς από την Ευρώπη και σταδιακά έκαναν αρκετές προσπάθειες εμπλουτισμού της λίμνης με νέα είδη, ακόμη και οξύρρυγχο από την Κασπία έφεραν. Κάποιες ευοδώθηκαν, κάποιες απέτυχαν. Χαβιάρι, πάντως, δεν κατάφεραν να φτιάξουν. Σήμερα, οι μεγαλύτερες ποσότητες ψαριών της λίμνης εξάγονται στα Βαλκάνια, κυρίως στη Ρουμανία. Αλλά το ψάρεμα δεν είναι, πλέον, το βασικό επάγγελμα για τους περισσότερους κατοίκους του Νησιού.
«Το βασικό εισόδημα των περισσοτέρων από τους περίπου 250 μόνιμους κατοίκους προέρχεται από τα “καραβάκια” της λίμνης, σε καθένα από τα οποία εργάζονται συνεταιρικά τα μέλη δύο, τριών, μπορεί και τεσσάρων οικογενειών. Και υπάρχουν πάνω από είκοσι μαγαζιά, κυρίως ταβέρνες, ζαχαροπλαστεία και καταστήματα με είδη λαϊκής τέχνης, τα περισσότερα εκ των οποίων ανήκουν σε Νησιώτες», λέει ο Αρης Λιούμπος, νέος άνθρωπος και πρόεδρος του τοπικού συμβουλίου της (πρώην) κοινότητας Νήσου. Παρότι οι μισοί και πλέον κάτοικοι του Νησιού είναι ηλικιωμένοι, ο πληθυσμός του τα τελευταία χρόνια παραμένει σταθερός, με περίπου δεκαπέντε οικογένειες να ζουν εκεί μόνιμα. Γυμνάσιο στο Νησάκι δεν υπήρχε ποτέ. Παλιότερα το δημοτικό σχολείο αριθμούσε κοντά στα σαράντα παιδιά – σήμερα λειτουργεί νηπιαγωγείο, αλλά δημοτικό δεν υπάρχει. Εκλεισε το 2000, ως φυσιολογική συνέπεια τόσο της μείωσης των μαθητών όσο και της επιλογής πολλών γονιών να στέλνουν τα παιδιά τους σε δημοτικά της πόλης των Ιωαννίνων, θεωρώντας πως εκεί θα τύχουν καλύτερης εκπαίδευσης.
Επικοινωνία με τα Γιάννενα
Από τις αφηγήσεις των γερόντων του χωριού γίνεται σαφές ότι η μεγαλύτερη δυσκολία της ζωής στο Νησί ήταν η επικοινωνία των κατοίκων του με τα Γιάννενα. Μοναδικό μέσο, τότε, οι βάρκες τους που «δούλευαν» με το κουπί εν μέσω χειμώνων βαρύτερων από τους τωρινούς, με δυνατούς βοριάδες που σήκωναν κύματα απαγορευτικά για κάθε μετακίνηση. Πλέον, οι μέρες που οι Νησιώτες αδυνατούν να περάσουν απέναντι είναι σπάνιες. Και, φυσικά, δεν χρειάζεται να «τραβήξουν κουπί». Ολοι τους έχουν βάρκες με εξωλέμβιες και δεν χρησιμοποιούν καν το «καραβάκι» της γραμμής, ούτε εξαρτώνται από το «ωράριό» του. Διαφορές όμως από τη «συνηθισμένη» ζωή εξακολουθούν να υπάρχουν. Στον οικισμό δεν κυκλοφορούν αυτοκίνητα, γιατί απλούστατα δεν χωράνε στα δρομάκια του, ενώ δεν είναι δυνατόν να χτιστούν νέα σπίτια. Οχι μόνο επειδή έχει χαρακτηριστεί παραδοσιακός, αλλά και γιατί στο νησί δεν υπάρχουν νέα οικόπεδα. Κάθε οικογένεια εδώ έχει ένα πατρογονικό σπίτι, με μια αυλή λίγων τετραγωνικών μέτρων. Οι κάτοικοι δεν είχαν ποτέ στην κατοχή τους άλλες εκτάσεις, κτήματα ή οικόπεδα. Εκτός των ορίων του χωριού, όλα ανήκουν στο Δασαρχείο ή στις μονές. Νομοτελειακά, λοιπόν, από τα παιδιά κάθε οικογένειας μόνο ένα θα μπορέσει να συνεχίσει να ζει στο Νησί, αφού οι επιλογές κατοικίας εκτός του «πατρικού» είναι ασφυκτικά περιορισμένες έως ανύπαρκτες.
Τουρισμός στην κρίση
Η έλλειψη οικοπέδων είναι και ένας λόγος που το Νησάκι δεν διαθέτει καταλύματα, απογοητεύοντας επισκέπτες που ζητούν δωμάτιο για μία-δύο μέρες. Ο μοναδικός ξενώνας που υπήρχε μετατράπηκε ξανά σε σπίτι. Η ελληνική κρίση και τα «απόνερά» της, σε μια κοινωνία της οποίας η οικονομία βασίζεται πλέον στον τουρισμό, έχει επηρεάσει τη ζωή των Νησιωτών. Βάσει του αριθμού των εισιτηρίων στα «καραβάκια» της λίμνης, οι επισκέπτες του Νησιού από την αρχή της ελληνικής κρίσης έχουν μειωθεί κατά 40%, ενώ η πτώση του τζίρου στους ελεύθερους επαγγελματίες του τουρισμού ξεπερνά το 60%. Η τουριστική κίνηση στο Νησάκι βασίζεται κυρίως στους Ελληνες επισκέπτες, οπότε οι Νησιώτες είναι επιφυλακτικοί και για το φετινό καλοκαίρι. Πάντως, και μετά από προσπάθειες και του Δήμου Ιωαννιτών, τον τελευταίο χρόνο ξεκίνησε μια ροή οργανωμένου τουρισμού τόσο από τη Ρωσία, αξιοποιώντας το ενδιαφέρον των Ρώσων για τα μοναστήρια του Νησιού, όσο και από την Τουρκία και την Αλβανία, λόγω της τοπικής ιστορίας και του μουσείου του Αλή Πασά. Η λειτουργία της Εγνατίας Οδού έχει κάνει το Νησάκι (και την Ηπειρο εν γένει) εύκολα προσβάσιμους προορισμούς στους κατοίκους της βόρειας Ελλάδας και όλοι περιμένουν κάποτε και την Ιονία Οδό, που θα αντικαταστήσει τη «βομβαρδισμένη» εθνική οδό (και εθνική πίκρα) Πατρών – Ιωαννίνων. Ρωτάω τον κ. Λιούμπο πώς αντιμετωπίζουν την κρίση τα μέλη μιας τόσο μικρής κοινωνίας, όπως η δική του. «Επιστρέφουν στο ψάρεμα, στη διαχρονική κινητήριο δύναμη της οικονομίας μας», μου λέει. «Με τις ίδιες βάρκες, φτιαγμένες από “ρόμπολο”, όπως λέγεται το λευκόδερμο πεύκο που φύεται στη βόρεια Πίνδο, με τα ίδια δίχτυα που χρησιμοποιούσαν οι “παππούδες” μας. Ειδικά το Νοέμβριο και το Δεκέμβριο, που είναι οι παραγωγικότεροι μήνες, οι περισσότεροι ψαρεύουμε, ελπίζοντας να φέρουμε “ίσα βάρκα ίσα νερά” το οικογενειακό εισόδημα. Φέτος, προβλέπω να ψαρεύουνε όλοι», προσθέτει μειδιώντας.
Το περιβάλλον της λίμνης
Η Παμβώτιδα, όμως, δεν είναι πλούσια όσο στο παρελθόν. Η αποξήρανση της «δίδυμης αδελφής» της, της λίμνης Λαψίστα στα μέσα της δεκαετίας του ’50, μείωσε δραστικά την τροφοδοσία της Παμβώτιδας σε νερό και σχεδόν εξαφάνισε τα χέλια, που πλέον δεν είχαν διέξοδο στον ποταμό Καλαμά και μέσω αυτού στην ανοιχτή θάλασσα για το ταξίδι τους έως και τη θάλασσα των Σαργασών, όπου αναπαράγονται. Και αν για τα χέλια το πρόβλημα αποκαταστάθηκε εν μέρει με την τεχνητή εισαγωγή τους από μονάδες παραγωγής, τα περιβαλλοντικά προβλήματα της λίμνης διογκώνονταν συνεχώς. Τα φυτοφάρμακα και τα λιπάσματα, που χρησιμοποιούνταν όλο και πιο εντατικά, καθώς και τα λύματα της πόλης αλλά και των κάθε λογής παραλίμνιων πτηνοτροφείων, χοιροτροφείων, βιοτεχνικών και βιομηχανικών εγκαταστάσεων κατέληγαν για δεκαετίες «απρόσκοπτης ανάπτυξης» εντελώς ανεπεξέργαστα στο βυθό ενός πολύπλοκου οικοσυστήματος, που τελικά απώλεσε σημαντικό μέρος και των δυνατοτήτων αυτοκάθαρσής του. «Κανονικά, η μεγαλύτερη παράκτια έκταση της λίμνης ήταν πρανές και καλαμιώνες που “φιλτράριζαν” την όποια επιβάρυνσή της. Τώρα, παντού βλέπεις κρηπιδώματα και μπαζώματα. Θέλαμε να “βγάλουμε” οικόπεδα, να φτιάξουμε νυχτερινά κέντρα… Τελικά, την κάναμε μια “μπανιέρα”, όπου όλα μας τα απορρίμματα κατακρατούνται και καθιζάνουν. Φανήκαμε αχάριστοι…» λέει ο Κώστας Γκέκας, δημοτικός σύμβουλος στον Δήμο Ιωαννιτών. Η λειτουργία του βιολογικού καθαρισμού των Ιωαννίνων ανακούφισε εν μέρει την Παμβώτιδα, παραμένει όμως το πρόβλημα των βαρέων μετάλλων που μαζεύει το βρόχινο νερό καθώς ξεπλένει την πόλη και προτού καταλήξει σε αυτήν. «Και είναι απαράδεκτο να μη λειτουργεί ο βιολογικός καθαρισμός του Νησιού, παρότι στοίχισε 900 εκατομμύρια (δραχμές), ή μηχανήματα, που αποκτήθηκαν για τον καθαρισμό της και επίσης κόστισαν πανάκριβα, να τελούν σε σχεδόν μόνιμη αχρηστία», προσθέτει ο ίδιος.
Ενοποίηση των μοναστηριών
Σήμερα, πέρα από την περιβαλλοντική αναβάθμιση και προστασία της λίμνης, το μεγαλύτερο αναπτυξιακό «στοίχημα» για το Νησάκι και τους κατοίκους του είναι η ανάδειξη και ενοποίηση των επτά μονών του σε ένα ενιαίο και πλήρως προσβάσιμο δίκτυο μοναστηριών. Οι δύο βυζαντινές μονές, Φιλανθρωπινών και Στρατηγοπούλου, έχουν τεράστια ιστορική και θρησκευτική αξία. Οι Φιλανθρωπινοί και οι Στρατηγόπουλοι, βυζαντινές αριστοκρατικές οικογένειες, εγκατέλειψαν την Πόλη μετά την Αλωσή της από τους Σταυροφόρους το 1204 και κατέφυγαν στο Δεσποτάτο της Ηπείρου. Υπήρξαν κτήτορες των μοναστηριών αυτών, που τελικά πήραν και το όνομά τους. Πέτρινες, με ξύλινα, λεπτοσκαλισμένα τέμπλα και αγιογραφίες μοναδικής τέχνης, αποτελούν εξαίσια δείγματα της ηπειρώτικης τέχνης, που έσμιγε την κρητική ζωγραφική παράδοση με δυτικές τεχνοτροπίες. Μέχρι και τα μέσα του 18ου αιώνα, οπότε τα Γιάννενα αναδείχτηκαν σε κέντρο του ελληνικού Διαφωτισμού και λειτούργησαν διδασκαλεία και σχολές εντός της πόλης, οι μονές αυτές «παρήγαν» σημαντικό εκπαιδευτικό έργο. Η Μητρόπολη Ιωαννίνων τις αναστήλωσε, δημιούργησε ένα συνεδριακό κέντρο στη Μονή Μεταμόρφωσης και με τη συνεργασία του Δήμου Ιωαννιτών και του υπουργείου Πολιτισμού μετατρέπει σε σύγχρονο μουσείο το σκευοφυλάκιο της Μονής Ελεούσης. Με την ολοκλήρωση του έργου θα δημιουργηθεί ένας πόλος έλξης θρησκευτικού – ιστορικού και συνεδριακού τουρισμού υψηλού επιπέδου.
«Εδώ τι σας κρατάει;» ρώτησα τους Νησιώτες. Και ακούω διάφορες απαντήσεις με τις ίδιες συνιστώσες πάντοτε. Η ομορφιά της φύσης, η συνέχιση της παράδοσης, η αίσθηση της ασφάλειας στην καθημερινή ζωή. Ολες ακούγονται ορθές, πραγματικές, όπως το χαμόγελο και το παιχνίδι των παιδιών στα σοκάκια. Αλλά, νομίζω, την πιο όμορφη απάντηση μου έδωσε ο ογδοντάρης Θόδωρος Γκέκας, απόφοιτος Δημοτικού, αλλά ομιλητής ωραίων Ελληνικών, με μια ζεστή, ηπειρώτικη εκφορά τους. «Είναι καλότυχο να ζεις σε έναν όμορφο τόπο, που άλλοι άνθρωποι πάντοτε ήθελαν να επισκεφτούνε. Και μου αρέσει να τους υποδέχομαι».
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο ένθετο “Ταξίδια” της Καθημερινής (13/10/13)
Δείτε και ένα βίντεο από το νησάκι:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου