Η Αγάπη δεν έχει όρια, ούτε εξαιρέσεις, ούτε δίνεται με όρους. Τίποτα απ’ όσα γίνονται δεν μπορεί να ακυρώσει την ικανότητα σου ν’ αγαπάς.
Η Αγάπη δεν συνδέεται με την εξωτερική ή την εσωτερική κατάσταση του άλλου, ούτε με τις μεταβολές της διάθεσης μου για τα πράγματα.
Μια ιστορία που χρειάστηκε μεγάλη προσπάθεια για να τη δεχτώ και μου κόστισε να την καταλάβω, είναι αυτή που τώρα θα σας διηγηθώ περιληπτικά.
Σ’ ένα παλιό βασίλειο μιας αρχαίας πόλης, ζούσε ένας ηλικιωμένος, μέσα στη μοναξιά και τη σιωπή, σ’ ένα μικρό σπιτάκι σκαλισμένο στο βράχο, στην έξοδο του οικισμού. Η ζωή του ήταν παραπάνω από απλή: το πρωί σηκωνόταν με την ανατολή του ήλιου, ετοίμαζε κάτι να φάει και μετά κατέβαινε στο χωριό να ζητιανέψει. Δε μιλούσε σε κανέναν (εκτός κι αν ήταν για να ευχαριστήσει κάποιον που τον είχε ελεήσει) και κανείς δεν του μιλούσε. Αφού μάζευε τα χρήματα που χρειαζόταν για ν’ αγοράσει φαγητό για την ημέρα εκείνη, γύριζε στο σπίτι του, απ’ όπου ξανάβγαινε μόνο την επομένη.
Ένα βράδυ, όπως έβγαζε τα φθαρμένα του σανδάλια, χτυπάει η πόρτα.
Ανοίγει, και στο δωμάτιο εισβάλλει μια νέα, κλείνει αμέσως πίσω της την πόρτα και βάζει τον σύρτη για ασφάλεια.
«Σε παρακαλώ, προστάτευσέ με…» του λέει το κορίτσι. «Με κυνηγάνε οι στρατιώτες του βασιλιά. Κρύψε με…»
«Ηρέμησε» της λέει ο γέρος, «μπορείς να ξεκουραστείς λιγάκι στο σπίτι μου πριν συνεχίσεις το δρόμο για να πας στο δικό σου…»
«Δεν κατάλαβες… Δεν μπορώ να γυρίσω στο σπίτι μου… Ο πατέρας μου είναι ο βασιλιάς. Αυτός είναι που με ψάχνει.» Ο γέρος δε βγάζει λέξη.
Γυρίζει και προσθέτει λίγο νερό στον ζωμό του για να τον μοιραστεί με το κορίτσι.
«Ο πατέρας μου δεν μπορεί να δεχτεί ότι έχω ερωτευτεί έναν στρατιώτη της φρουράς του. Είχαμε σκεφτεί να φύγουμε μαζί, αλλά ανακαλύψαμε πως είμαι έγκυος κι εκείνος τρόμαξε πολύ και τώρα πια δεν θέλει να συνεχίσουμε. Δεν έχω πού να πάω… Σε παρακαλώ, άσε με να μείνω μαζί σου. Δεν θα σου γίνω βάρος, σου τ’ ορκίζομαι…»
«Καλά, εντάξει…» λέει ο άντρας. «Εντάξει.»
Η νεαρή κοπέλα έμεινε στο σπίτι του για αρκετούς μήνες, κι έβγαινε μόνο τη νύχτα για να συναντήσει τον αγαπημένο της, τον στρατιώτη. Ο ηλικιωμένος άντρας ζητιάνευε και για τους δύο, μάζευε ρούχα για να ζεσταθούν και οι δύο, και την άκουγε υπομονετικά να παραπονιέται για την κακή της τύχη.
Ένα βράδυ φεύγει η νέα, χωρίς να πει λέξη.
Γυρίζει ο γέρος, και μόλις αντιλαμβάνεται πως το κορίτσι δεν είναι εκεί, λέει φωναχτά:
«Καλά, εντάξει… εντάξει.»
Δυο μέρες αργότερα, στρατιώτες εισβάλλουν στο σπιτάκι γκρεμίζοντας του την πόρτα.
«Πώς τόλμησες να βιάσεις την κόρη του βασιλιά;» τον ρωτάνε. «Τρελάθηκες; Του τα είπε όλα • πως την κρατούσες φυλακισμένη και πως κατάφερε να το σκάσει. Τώρα μας έστειλε εδώ ο βασιλιάς για να σου δώσουμε ένα μάθημα που θα σου μείνει αλησμόνητο.»
Οι στρατιώτες χτυπούν αλύπητα τον ηλικιωμένο άντρα και κάνουν κομμάτια τα λιγοστά πράγματα που έχει στο φτωχικό του.
«Τι έχεις να πεις;» τον ρωτάει ο αρχηγός της φρουράς.
«Καλά, εντάξει… εντάξει…» λέει ο γέρος.
Τον περιμένουν, όμως, κι άλλες εκπλήξεις.
Τέσσερις μήνες αργότερα ξανάρχονται οι στρατιώτες και τον παίρνουν σηκωτό στο παλάτι.
Εκεί, ο βασιλιάς διατάζει να τον σύρουν μπροστά του.
«Η κόρη μου μου διηγήθηκε πως είχες το θράσος να τη βιάσεις και να την αφήσεις έγκυο, καταραμένε γεροδιάβολε. Πολύ θα ήθελα να σε σκοτώσω με τα ίδια μου τα χέρια, ξέρω όμως ότι δεν με συμφέρει. Σε λίγο θα γεννηθεί το μούλικο που έχει η κόρη μου στην κοιλιά της. Ούτε μπορώ να το αποφύγω ούτε κι εκείνη θα μ αφήσει να το σκοτώσω, οπότε εσύ, κατακάθι της κοινωνίας, θα το αναλάβεις και καλά θα κάνεις να μην αποκαλύψεις ποτέ την καταγωγή του, γιατί τότε θα σου κόψω τη γλώσσα και θα σου βγάλω τα μάτια. Κατάλαβες;»
«Καλά, εντάξει… εντάξει…» επαναλαμβάνει ακόμη μια φορά ο ηλικιωμένος.
Πράγματι, μόλις γεννήθηκε το παιδί, μια υπηρέτρια της πριγκίπισσας το βάζει σ’ ένα καλάθι και το αφήνει στο σπίτι του γέρου.
Χωρίς να πει λέξη, ο ηλικιωμένος αναλαμβάνει το παιδί, το προσέχει, το ταΐζει, του μαθαίνει ένα σωρό πράγματα και φροντίζει να μη του λείψει τίποτα επί πέντε χρόνια.
Ένα πρωί, χαράματα, χτυπάει η πόρτα του γέρου. Είναι η πριγκίπισσα. Δίπλα της, ένας νέος και ωραίος στρατιώτης την κρατάει απ’ το μπράτσο με σκυμμένο το κεφάλι.
«Βρήκα το θάρρος και είπα στον πατέρα μου όλη την αλήθεια» λέει η νέα, «κι εκείνος με συγχώρεσε κι έδωσε την άδεια του για να παντρευτούμε…»
Ο γέρος, σιωπηλός, κοιτάζει το παιδί σαν να ξέρει τι θα επακολουθήσει.
«Ήρθαμε να πάρουμε το παιδί μας. Αυτός θα είναι ο μελλοντικός βασιλιάς… και, όπως καταλαβαίνεις, δεν μπορεί να συνεχίσει να ζει εδώ μαζί σου.»
Ο γέρος βάζει με μεγάλη τρυφερότητα ένα παλτό στους ώμους του παιδιού και το παίρνει από το χέρι για να το πάει στους γονείς του.
Ο νεαρός στρατιώτης κάτι πάει να πει, ο γέρος όμως με μια κίνηση του γνέφει να μην πει τίποτα, και επαναλαμβάνει:
«Καλά, εντάξει… εντάξει.»
Ο πρωταγωνιστής της ιστορίας μας βρίσκεται στο πνευματικό επίπεδο όπου συναντά κάποιος την Αγάπη και — εν πλήρει συνειδήσει — αποφασίζει να την αφήσει να τον κυριεύσει.
Στα άλλα επίπεδα μάθαμε ν’ αγαπάμε εκείνους με τους οποίους έχουμε κάποια συγγένεια, κι εκείνους που μπορούν να μας δώσουν κάτι (κι ας είναι μόνο η ικανότητα τους να δέχονται ή να εκτιμούν αυτό που εμείς τους δίνουμε).
Αγαπάμε πράγματα, ομάδες και πρόσωπα που ανταποκρίνονται σε ένα «μου», και μπορούν εύκολα να φέρουν και την ετικέτα: «δικός μου», ή «δική μου».
Είναι φανερό πως αυτό δεν είναι και το καλύτερο είδος αγάπης που θα μπορούσαμε να νιώσουμε.
Αν αντέχουμε την οδυνηρή ειλικρίνεια, θα πρέπει να παραδεχτούμε πως αυτό το είδος των συναισθημάτων, το μόνο που πετυχαίνει είναι να διαχωρίζει μερικούς από το σύνολο —τουλάχιστον μέσα στην ψυχή μας —, κι αν αντέχουμε την ωμή τιμιότητα, τότε θα πρέπει να παραδεχτούμε πως αυτή η αγάπη μπορεί να ξεχάσει την προέλευση της και να μετατραπεί σε καθαρή επιθυμία κατοχής, ή επιβολής μας πάνω στον άλλον. Να γίνει μία από τις πόρτες, που οδηγούν τους ανθρώπους στον ανταγωνισμό, την αντιζηλία, τον φθόνο, την πάλη, τη χειραγώγηση και ό,τι άλλο συγκρουσιακό μπορεί να υπάρξει μεταξύ των ανθρώπων.
Σε μια στενή σχέση δεν μένει χώρος για εξαναγκασμούς και προσποιήσεις. Η συμβατικότητα, οι οικογενειακές ή ομαδικές συνήθειες και τα έθιμα μένουν από την άλλη μεριά της πόρτας που άνοιξε για να περάσουμε σ’ αυτό το επίπεδο.
Έχοντας φτάσει πια εδώ που έχουμε φτάσει, συνειδητοποιούμε ότι αυτή η «ολοκληρωτική αποκάλυψη» μας κάνει τόσο πολύ ευάλωτους που —τρόπον τινά— βρισκόμαστε έρμαια στο έλεος του άλλου.
Ακόμη κι αν — ενώ το ξέρουμε — αποφασίσουμε να το διακινδυνεύσουμε, αξίζει να θυμόμαστε πως δεν διατρέχουμε και τόσο μεγάλο κίνδυνο, γιατί στο πνευματικό επίπεδο η δύναμη μας δεν βασίζεται πια στο πόσο ανθεκτική είναι η πανοπλία μας, αλλά στο πόσο σταθερό είναι αυτό που είμαστε στην ουσία μας.
Έτσι, το άνοιγμα μας σε αυτήν την «καλύτερη» αγάπη παύει να είναι μια έξυπνη και δημιουργική στάση: είναι η μοναδική μας δυνατότητα, και οι συνέπειες είναι πάντα ευεργετικές καθώς, — ακόμη κι αν ακούγεται σαν ψέμα —, η αληθινή αγάπη είναι μεταδοτική. Παρόλο που είμαστε πολύ διαφορετικοί κι έχουμε διιστάμενες απόψεις που μας κάνουν να παίρνουμε φαινομενικά ασυμβίβαστες αποφάσεις, τίποτα απ’ όλα αυτά δεν είναι σημαντικό όταν συνειδητοποιούμε πως είμαστε φτιαγμένοι με την ίδια συνταγή και πλέουμε στην ίδια βάρκα
Όταν αγαπάμε αληθινά μπορούμε να ενεργούμε σωστά υπό οποιεσδήποτε συνθήκες, γιατί δεν ξεχνάμε πως οι επιθυμίες και οι ανάγκες των άλλων έχουν την ίδια αξία με τις δικές μας, ακόμα κι αν είναι αντικρουόμενες.
Χόρχε Μπουκάι, Ο δρόμος της Πνευματικότητας (σελ.197-205), εκδόσεις opera
ΠΗΓΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου