Ο παππούς μου εξέπληττε τον κόσμο αντιμετωπίζοντας τη βία και το μίσος με αγάπη και συγχώρεση. Ποτέ δεν έπεσε θύμα της τοξικότητας του θυμού. Εγώ δεν τα κατάφερνα και τόσο καλά. Ως μικρός Ινδός που μεγάλωσε σε μια ρατσιστική Νότια Αφρική, δέχτηκα επιθέσεις από λευκά παιδιά επειδή δεν ήμουν αρκετά λευκός και από μαύρα παιδιά επειδή δεν ήμουν μαύρος.
Θυμάμαι ένα Σάββατο απόγευμα που πήγα να αγοράσω γλυκά σε μια γειτονιά λευκών, όταν μου χίμηξαν τρεις έφηβοι. Ο ένας με χαστούκισε και, όταν έπεσα, οι άλλοι δύο άρχισαν να με κλοτσούν γελώντας χλευαστικά. Το ’σκασαν πριν προλάβει κανείς να τους πιάσει. Ήμουν μόλις εννιά ετών. Την επόμενη χρονιά, στην ινδουιστική Γιορτή των Φώτων, η οικογένειά μου ήταν στην πόλη γιορτάζοντας με φίλους.
Πηγαίνοντας προς ένα από τα σπίτια τους, πέρασα δίπλα από μια παρέα νεαρών Αφρικανών που ήταν μαζεμένοι σε μια γωνιά του δρόμου. Ένας από αυτούς με χτύπησε δυνατά στην πλάτη με μια βέργα, μόνο και μόνο γιατί ήμουν Ινδός. Έβρασα από θυμό και θέλησα να εκδικηθώ.
Άρχισε να με απασχολεί η ιδέα να γίνω πολύ δυνατός ώστε να πάρω την εκδίκησή μου. Οι γονείς μου, που θεωρούσαν τους εαυτούς τους πρεσβευτές των διδαγμάτων της μη βίας του Μπάπου, είχαν απελπιστεί που μπλεκόμουν σε τόσους καβγάδες. Προσπάθησαν να με κάνουν λιγότερο επιθετικό, αλλά δεν μπορούσαν να κάνουν και πολλά για τον θυμό μου.
Δεν χαιρόμουν που ήμουν θυμωμένος όλη την ώρα. Ο θυμός και η διαρκής επιθυμία μου για εκδίκηση με έκαναν πιο αδύναμο, όχι πιο δυνατό. Οι γονείς μου ήλπιζαν ότι η παραμονή μου στο άσραμ με τον Μπάπου θα με βοηθούσε να κατανοήσω τον εσωτερικό θυμό μου και να τον διαχειριστώ καλύτερα. Το ίδιο ήλπιζα κι εγώ.
Στις πρώτες συναντήσεις μου με τον παππού μου, με εντυπωσίασε η διαρκής ηρεμία και ο αυτοέλεγχός του, ανεξάρτητα με το τι έλεγαν ή έκαναν οι άλλοι. Υποσχέθηκα στον εαυτό μου ότι θα ακολουθούσα το παράδειγμά του και για λίγο καιρό δεν τα πήγα κι άσχημα. Μετά την αναχώρηση των γονιών και της αδελφής μου, γνώρισα μια παρέα από συνομήλικα αγόρια που ζούσαν στο χωριό λίγο παρακάτω και αρχίσαμε να παίζουμε μαζί. Είχαν ένα παλιό μπαλάκι του τένις που χρησιμοποιούσαν σαν μπάλα ποδοσφαίρου, κι εγώ τοποθέτησα δύο σωρούς πέτρες για τέρμα.
Λάτρευα το ποδόσφαιρο. Παρόλο που τα παιδιά από την πρώτη μέρα με κορόιδευαν για τη νοτιοαφρικανική προφορά μου, είχα αντιμετωπίσει και χειρότερα, κι έτσι ανεχόμουν τα πειράγματα. Αλλά στη διάρκεια ενός σημαντικού αγώνα, ένα από τα παιδιά μού έβαλε επίτηδες τρικλοποδιά την ώρα που κυνηγούσα την μπάλα. Σωριάστηκα στο σκληρό χώμα. Ο εγωισμός μου πληγώθηκε όσο και το γόνατό μου – κι ένιωσα ένα γνώριμο κύμα θυμού να με κατακλύζει, η καρδιά μου χτύπησε ξέφρενα στο στήθος μου και το μυαλό μου φλογίστηκε από τη λαχτάρα για εκδίκηση. Άρπαξα μια πέτρα. Σηκώθηκα εξοργισμένος και σήκωσα το χέρι μου για να πετάξω την πέτρα στον φταίχτη με όλη μου τη δύναμη.
Όμως μια μικρή φωνή μέσα μου είπε: «Μην το κάνεις». Πέταξα την πέτρα κάτω κι έτρεξα πίσω στο άσραμ. Με δάκρυα στα μάτια βρήκα τον παππού μου και του διηγήθηκα το περιστατικό. «Είμαι διαρκώς θυμωμένος, Μπάπου. Δεν ξέρω τι να κάνω». Τον είχα απογοητεύσει και πίστευα ότι θα είχε δυσαρεστηθεί με μένα. Όμως εκείνος με χτύπησε απαλά στην πλάτη και είπε: «Πάρε το ροδάνι σου κι έλα να υφάνουμε παρέα λίγο βαμβάκι».
Ο παππούς μου μου είχε μάθει πώς να χρησιμοποιώ το ροδάνι από την πρώτη μέρα που έφτασα στο άσραμ. Ύφαινα μία ώρα κάθε πρωί και μία κάθε βράδυ∙ ήταν πολύ χαλαρωτικό. Στον Μπάπου άρεσε να κάνει διάφορα πράγματα ταυτόχρονα. Συχνά έλεγε: «Όσο καθόμαστε και κουβεντιάζουμε, μπορούμε να χρησιμοποιούμε τα χέρια μας για να υφαίνουμε». Πήρα, λοιπόν, το μικρό εργαλείο και το έστησα.
Ο Μπάπου χαμογέλασε κι ετοιμάστηκε, μαζί με το βαμβάκι, να υφάνει κι ένα μάθημα. «Θέλω να σου πω μια ιστορία», είπε μόλις κάθισα δίπλα του. «Ήταν κάποτε ένα αγόρι στην ηλικία σου. Ήταν διαρκώς θυμωμένο γιατί τίποτα δεν έμοιαζε να πηγαίνει όπως το ήθελε. Δεν μπορούσε να διακρίνει την αξία στην οπτική των άλλων, κι έτσι όταν εκείνοι τον προκαλούσαν, αντιδρούσε με ξεσπάσματα θυμού».
Υποπτεύθηκα πως αυτό το αγόρι ήμουν εγώ, γι’ αυτό συνέχισα να υφαίνω και να ακούω πιο προσεκτικά. «Μια μέρα, μπλέχτηκε σε έναν πολύ σοβαρό καβγά και κατά λάθος σκότωσε τον άλλον», συνέχισε. «Σε μια στιγμή απερίσκεπτου πάθους κατέστρεψε τη ζωή του, αφαιρώντας τη ζωή ενός ανθρώπου».
«Σου υπόσχομαι, Μπάπου, ότι θα γίνω καλύτερος». Δεν είχα την παραμικρή ιδέα πώς θα γινόμουν καλύτερος, αλλά δεν ήθελα ο θυμός μου να σκοτώσει κάποιον. Ο Μπάπου έγνεψε. «Έχεις πράγματι πολύ θυμό μέσα σου», είπε.
«Οι γονείς σου μου είπαν για τους καβγάδες στους οποίους έμπλεκες». «Λυπάμαι τόσο πολύ», είπα, με φόβο ότι θα έβαζα πάλι τα κλάματα. Όμως ο Μπάπου είχε προετοιμάσει ένα πολύ διαφορετικό ηθικό δίδαγμα από αυτό που περίμενα. Με κοίταξε πάνω από το ροδάνι του. «Χαίρομαι που βλέπω ότι μπορείς να θυμώνεις.
Ο θυμός είναι καλός. Εγώ θυμώνω όλη την ώρα», ομολόγησε καθώς τα δάχτυλά του γύριζαν τον τροχό. Δεν πίστευα στ’ αφτιά μου. «Δεν σε έχω δει ποτέ θυμωμένο», απάντησα. «Επειδή έχω μάθει να χρησιμοποιώ τον θυμό μου για καλό σκοπό», εξήγησε. «Ο θυμός για τους ανθρώπους είναι ό,τι η βενζίνη για το αυτοκίνητο – σε βοηθά να προχωράς και να φτάνεις σε ένα καλύτερο μέρος. Δίχως αυτόν δεν θα είχαμε κίνητρο να αντιμετωπίζουμε τις προκλήσεις. Είναι μια ενέργεια που μας ωθεί να ξεχωρίζουμε το δίκαιο από το άδικο».
Χρησιμοποιείτε τον θυμό σας για καλό σκοπό. Ο θυμός για τους ανθρώπους είναι ό,τι η βενζίνη για το αυτοκίνητο – σε βοηθά να προχωράς και να φτάνεις σε ένα καλύτερο μέρος. Δίχως αυτόν δεν θα είχαμε κίνητρο να αντιμετωπίζουμε τις προκλήσεις. Είναι μια ενέργεια που μας ωθεί να ξεχωρίζουμε το δίκαιο από το άδικο.
Ο Παππούς μού είπε ότι όταν ήταν μικρός στη Νότια Αφρική, είχε κι εκείνος υποφέρει από τη βίαιη εμπάθεια, κι αυτό τον θύμωνε. Τελικά όμως έμαθε ότι η επιθυμία για εκδίκηση δεν καταλήγει πουθενά, και άρχισε να μάχεται ενάντια στην προκατάληψη και τις διακρίσεις με συμπόνια, αντιδρώντας στον θυμό και το μίσος με καλοσύνη. Πίστευε στη δύναμη της αλήθειας και της αγάπης. Η εκδίκηση ήταν κάτι ανούσιο γι’ αυτόν. Το μόνο αποτέλεσμα που θα έχει το «οφθαλμόν αντί οφθαλμού» θα ήταν να κάνει όλον τον κόσμο τυφλό.
Απόσπασμα από το βιβλίο του Arun Gandhi με τίτλο «Το δώρο του θυμού – 11 μαθήματα ζωής από τον παππού μου Μαχάτμα Γκάντι» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Διόπτρα και μπορείτε να το βρείτε εδώ
ΠΗΓΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου