Το καλοκαίρι έχει μπει για τα καλά και εμείς “βολτάρουμε” στα ελληνικά νησιά, ρουφώντας διψασμένα τις πανέμορφες εικόνες του που μας χαρίζουν. Όμως, φέτος το καλοκαίρι μια ιδέα έχει σφηνωθεί για τα καλά στο μυαλό μας. Μια πρόκληση ουσιαστικά με τη διπλή ονομασία “Λέβιθα – Κίναρος”…
Και ενώ βρισκόμαστε στην Πάτμο, μια τυχαία συνάντηση μας με τον Σταύρο, ενισχύει την απόφασή μας να διασχίσουμε το Ικάριο Πέλαγος προς τις Κυκλάδες μέσω αυτών των δύο μικρών μα πανέμορφων νησιών, άγνωστα στους περισσότερους Έλληνες.
“Ξέρεις, δεν θα σου ανέφερα τίποτα, αλλά αφού θέλεις να περάσεις από τα Λέβιθα, να ξέρεις πως η καταγωγή μου είναι από εκεί… και εκεί ζούνε η μητέρα μου με τα αδέρφια μου…” οι λέξεις του Σταύρου που μας παρακίνησαν να κάνουμε αυτό ακριβώς το πέρασμα… “…και μάλιστα από εδώ (Πάτμο) έχεις πρίμα τον καιρό και θα φτάσεις “ακούνητος”…
Μερικές ημέρες μετά και με τον ήλιο να βρίσκεται ακόμα αρκετά χαμηλά, το ακρωτήρι Σπανό, στα ανατολικά του νησιού αρχίζει να αχνοφαίνεται γεμίζοντας με ευφορία τα πνευμόνια μας. Ελάχιστα μίλια νοτιότερα ο καιρός, όντας βοριάς, καλμάρει και εμείς αρχίζουμε να ευχαριστιόμαστε τα νερά του Αιγαίου και τις άγονες – απόμερες πρώτες εικόνες από τα Λέβιθα.
Ο ήρεμος κόλπος είναι γεμάτος ιστιοπλοϊκά τα οποία είχαν διανυκτερεύσει στα Λέβιθα μιας και το νησί θεωρείται ένα σίγουρο αγκυροβόλιο κατά το πέρασμα από τις Κυκλάδες στα Δωδεκάνησα και αντίστροφα.
Η ηρεμία του τόπου δεν μπορεί να περιγραφεί με λόγια. Αραιά και που χαμηλόφωνες κουβέντες ακούγονται μέσα από τα σκάφη, από τη στιγμή που όλοι όσοι βρίσκονται εκεί σέβονται τον τόπο και τους γύρω τους.
Καθώς η ώρα περνάει, τα ιστιοπλοϊκά σηκώνουν άγκυρα, συνεχίζοντας το ταξίδι τους, ενώ αργότερα, νέα κάνουν την εμφάνισή τους και παίρνουν τη θέση τους στον ήρεμο κόλπο. Στη μικρή προβλήτα είναι δεμένο το καΐκι της οικογένειας, όμως, όπου και να γυρίσει η ματιά μας δεν υπάρχουν πουθενά σπίτια παρά μονάχα ανέμελα κατσίκια που βολτάρουν σε έναν τόπο που κανείς δεν τους ενοχλεί.
Σήμα στα κινητά μας ούτε για δείγμα. Οκ, μπορούμε να αντέξουμε και μια μέρα χωρίς επικοινωνία με τον έξω κόσμο… απολαμβάνοντας τη θάλασσα και μια απερίγραπτη ηρεμία. Ευκαιρία να θυμηθούμε πως ζούσαμε πριν χρόνια…
Επήρε να μεσημεριάζει όταν στην προβλήτα φάνηκε ο αδερφός του Σταύρου, ο Μανώλης με τα παιδιά του οι οποίοι είχαν έρθει για τις “καθημερινές δουλειές” τους… χάθηκαν βλέπετε δυο κατσίκια στον απέναντι λόφο και η επιχείρηση “διάσωση κατσικιών” ελάμβανε χώρα μπροστά στα μάτια μας με κάθε επισημότητα…
Όμως είναι η κατάλληλη στιγμή για λίγη κουβέντα και εννοείτε λίγη γνώση…
Ο σκοπός λοιπόν της ημέρας μας έπειτα από τις συστάσεις και τη γνωριμία είναι μια επίσκεψη πάνω στον οικισμό, κάτι που όμως αφήσαμε για αργότερα, να πέσει λίγο ο ήλιος μιας και η δεκάλεπτη διαδρομή είναι ανηφορική και ο ήλιος δεν αστειεύεται.
Στο νησί λοιπόν μένει μόνιμα η οικογένεια Καμπόσου, με την ιστορία τους να ξεκινάει από το 1820 όπου και εγκαταστάθηκε εκεί ο προ προ πάππους του μπάρμπα Δημήτρη, σύζυγος και πατέρας των τριών πλέον κατοίκων του νησιού. Και οι ιστορίες τους από τότε δεν έχουν σταματημό. Όμως η αγάπη για τον τόπο τους είναι αυτή που ξεπερνάει όλα τα εμπόδια και τους δίνει το ανάλογο κουράγιο ώστε να συνεχίζουν να μένουν εκεί που κανένας άλλος δεν θα μπορούσε, παρά το γεγονός πως το νησί δεν συνδέεται ακτοπλοϊκά με κανένα άλλο μέρος και ο μόνος τρόπος για να βρεθεί κανείς εκεί είναι να διαθέτει δικό του σκάφος.
Με συνθήκες αντίξοες και χωρίς τις οικογένειές τους που κατοικούν μόνιμα στην Πάτμο, ο Μανώλης και ο Αναστάσης μαζί με την κυρία Ειρήνη περνούν μόνοι τους χειμώνες, μέχρι να έρθει το καλοκαίρι και να ξανασμίξουν οι οικογένειες.
Η έκπληξη μας λοιπόν τεράστια όταν έπειτα από την πορεία μας προς το χωριό διαβαίνουμε την καταπράσινη πόρτα του οικισμού. Η μικρή “ταβέρνα” με τα μετρημένα τραπέζια είναι ότι καλύτερο μπορούμε να φανταστούμε. Το μενού από τα χεράκια των γυναικών και το ψήσιμο δουλειά του Αναστάση, με τα ελάχιστα υλικά που βγάζει ο τόπος, αγνά και πεντανόστιμα…
Μα και ο ίδιος ο οικισμός είναι μια πραγματική έκπληξη για εμάς. Λευκό και πράσινο επικρατεί παντού με τη διχρωμία να σπάει μονάχα από τους κορμούς των δέντρων και κανένα καφετί σαμιαμίδι. Η μικρή εκκλησιά, απαραίτητη για προσευχή και πίστη, ενώ τα πάντα είναι περιποιημένα και όμορφα.
Κοιτώντας τριγύρω κάνω ασυναίσθητα τη σύγκριση με όλα τα υπόλοιπα νησιά μας, για να μην πω με την Αθήνα και τον δικό μας τρόπο ζωής…
Και η μέρα φτάνει σιγά – σιγά στο τέλος της. Μια ημέρα γεμάτη με εικόνες διαφορετικές, με εικόνες μοναδικές μα κυρίως με εικόνες που θα μείνουν για πάντα χαραγμένες στο μυαλό και την καρδιά μας…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου